δέχνυμαι: Difference between revisions
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
(1b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δέχνυμαι:''' Anth. = [[δέχομαι]]. | |elrutext='''δέχνυμαι:''' Anth. = [[δέχομαι]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δέχνυμαι poët. voor δέχομαι ontvangen:. πνεύματα δεχνύμενοι lucht (om te ademen) ontvangend AP 10.75.4. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 1 January 2019
English (LSJ)
poet. for δέχομαι, Orph.A.564, Parth.Fr.4, AP9.553; Epic.inArch.Pap.7.5, IG3.1347, Coluth.159, Q.S.12.585: in late Prose, Hld.3.2.
German (Pape)
[Seite 554] p. = δέχομαι, Orph. Arg. 566; Coluth. 1 60; Ant. Th. 33 (IX, 553).
Greek (Liddell-Scott)
δέχνυμαι: ποιητ. ἀντὶ τοῦ δέχομαι, Ὀρφ. Ἀργ. 566, Παρθέν. 5. Ἀνθ. Π. 9. 553.
Spanish (DGE)
(δέχνῠμαι) 1 recibir, acoger δέχνυσο μῆτερ Call.Fr.746, ἵλαος ταύτην δέχνυσο πυρκαϊήν Parth.SHell.618, cf. Hld.3.2.4, αἶγες ... χορὸν οὐκ ἀέκουσαι δέχνυνται Opp.H.4.324, οὐ βρῶσιν ... ἐθέλεσκε δέχνυσθαι Opp.H.5.515, ὅν ῥα καὶ αὐτοὶ δεχνῦνθ' Q.S.3.755, εὐτόλμῳ κραδίῃ δεχνύμενος θάνατον IG 22.11589.2 (III d.C.), ἐδέχνυτο δ' οὐρανὸς Ὄρθρον el cielo acogía al Alba Orph.A.564, cf. Opp.C.2.147, δεχνύμεναι στομάτεσσι Διωνύσου μέγα δῶρον Opp.C.3.81, γηθόσυνοι δέχνυσθε βροτοί humanos, recibidlo con alegría a Hermes, Orph.L.4, Φοῖβος ἄναξ ταύτην (πόλιν) δέχνυται Ἀκτιάδος AP 9.553, cf. Gr.Naz.M.37.1359A, πνεύματα δεχνύμενοι AP 10.75 (Pall.), δέχνυσο μορφὴν ἡμετέρην habla Afrodita, Colluth.159.
2 oír, escuchar ὣς φάμενον Διὸς υἱὸς ἐδέχνυτο escuchaba el hijo de Zeus al que así hablaba Dionysius 19ue.49, εἰ δ' ἄγε δέχνυσο μῦθον Orph.L.698, δέχνυσο μουσικάν Synes.Hymn.6.8, 41.
3 esperar, aguardar ἐπεί ῥά ἑ μόρσιμον ἦμαρ δέχνυτο νοστήσαντα pues el día fatal le esperaba a su regreso Q.S.10.152, μάλα γὰρ μέγα δέχνυτο πῆμα una gran catástrofe (les) esperaba Q.S.12.585.
Greek Monolingual
βλ. δέχομαι.
Greek Monotonic
δέχνυμαι: ποιητ. αντί δέχομαι, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δέχνυμαι: Anth. = δέχομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δέχνυμαι poët. voor δέχομαι ontvangen:. πνεύματα δεχνύμενοι lucht (om te ademen) ontvangend AP 10.75.4.