δέχνυμαι
English (LSJ)
poet. for δέχομαι, Orph.A.564, Parth.Fr.4, AP9.553; Epic.inArch.Pap.7.5, IG3.1347, Coluth.159, Q.S.12.585: in late Prose, Hld.3.2.
Spanish (DGE)
(δέχνῠμαι) 1 recibir, acoger δέχνυσο μῆτερ Call.Fr.746, ἵλαος ταύτην δέχνυσο πυρκαϊήν Parth.SHell.618, cf. Hld.3.2.4, αἶγες ... χορὸν οὐκ ἀέκουσαι δέχνυνται Opp.H.4.324, οὐ βρῶσιν ... ἐθέλεσκε δέχνυσθαι Opp.H.5.515, ὅν ῥα καὶ αὐτοὶ δεχνῦνθ' Q.S.3.755, εὐτόλμῳ κραδίῃ δεχνύμενος θάνατον IG 22.11589.2 (III d.C.), ἐδέχνυτο δ' οὐρανὸς Ὄρθρον el cielo acogía al Alba Orph.A.564, cf. Opp.C.2.147, δεχνύμεναι στομάτεσσι Διωνύσου μέγα δῶρον Opp.C.3.81, γηθόσυνοι δέχνυσθε βροτοί humanos, recibidlo con alegría a Hermes, Orph.L.4, Φοῖβος ἄναξ ταύτην (πόλιν) δέχνυται Ἀκτιάδος AP 9.553, cf. Gr.Naz.M.37.1359A, πνεύματα δεχνύμενοι AP 10.75 (Pall.), δέχνυσο μορφὴν ἡμετέρην habla Afrodita, Colluth.159.
2 oír, escuchar ὣς φάμενον Διὸς υἱὸς ἐδέχνυτο escuchaba el hijo de Zeus al que así hablaba Dionysius 19ue.49, εἰ δ' ἄγε δέχνυσο μῦθον Orph.L.698, δέχνυσο μουσικάν Synes.Hymn.6.8, 41.
3 esperar, aguardar ἐπεί ῥά ἑ μόρσιμον ἦμαρ δέχνυτο νοστήσαντα pues el día fatal le esperaba a su regreso Q.S.10.152, μάλα γὰρ μέγα δέχνυτο πῆμα una gran catástrofe (les) esperaba Q.S.12.585.
German (Pape)
[Seite 554] p. = δέχομαι, Orph. Arg. 566; Coluth. 1 60; Ant. Th. 33 (IX, 553).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δέχνυμαι poët. voor δέχομαι ontvangen:. πνεύματα δεχνύμενοι lucht (om te ademen) ontvangend AP 10.75.4.
Russian (Dvoretsky)
δέχνυμαι: Anth. = δέχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
δέχνυμαι: ποιητ. ἀντὶ τοῦ δέχομαι, Ὀρφ. Ἀργ. 566, Παρθέν. 5. Ἀνθ. Π. 9. 553.
Greek Monolingual
βλ. δέχομαι.
Greek Monotonic
δέχνυμαι: ποιητ. αντί δέχομαι, σε Ανθ.