κάμμαρος: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(19) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κάμμαρος]] και κόμμαρος και κόμμορος<br />ὁ (Α)<br />[[είδος]] [[μεγάλης]] γαρίδας, αστακού<br /><b>2.</b> [[κάμαρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> IE <i>k</i><i>ә</i><i>mr</i>- > <i>καμαρ</i>- > <i>κάμμαρ</i>-<i>ος</i> (με εκφραστικό διπλασιασμό)<br /><b>[[πρβλ]].</b> νορβ. <i>cammore</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>Hummer</i> «[[αστακός]]». Ο [[μακεδονικός]] τ. <i>κόμ</i>(<i>μ</i>)<i>αρος</i> με [[τροπή]] του <i>α</i> σε <i>ο</i>. Ο τ. <i>κόμμορος</i> [[είναι]] μεταγενέστερο παρατυμολογικό [[προϊόν]]. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη [[μορφή]] <i>cammarus</i>. (Για τη λ. με τη δεύτερη σημ. <b>βλ.</b> [[κάμαρος]])]. | |mltxt=[[κάμμαρος]] και κόμμαρος και κόμμορος<br />ὁ (Α)<br />[[είδος]] [[μεγάλης]] γαρίδας, αστακού<br /><b>2.</b> [[κάμαρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> IE <i>k</i><i>ә</i><i>mr</i>- > <i>καμαρ</i>- > <i>κάμμαρ</i>-<i>ος</i> (με εκφραστικό διπλασιασμό)<br /><b>[[πρβλ]].</b> νορβ. <i>cammore</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>Hummer</i> «[[αστακός]]». Ο [[μακεδονικός]] τ. <i>κόμ</i>(<i>μ</i>)<i>αρος</i> με [[τροπή]] του <i>α</i> σε <i>ο</i>. Ο τ. <i>κόμμορος</i> [[είναι]] μεταγενέστερο παρατυμολογικό [[προϊόν]]. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη [[μορφή]] <i>cammarus</i>. (Για τη λ. με τη δεύτερη σημ. <b>βλ.</b> [[κάμαρος]])]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κάμμαρος -ου, ὁ monnikskap (plant). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ, a kind of
A lobster, Epich.60, Sophr.26, Rhinth.18:— also καμμαρίς, ίδος, ἡ, Gal.6.735. II a kind of aconite, used as a cooling medicine, Hp.Loc.Hom.27, Stratt.21, Dsc.4.76, Nic.Al.41; also, = δελφίνιον, Ps.-Dsc.3.73; = μανδραγόρα ἄρρεν, Id.4.75. (Meaning and spelling are dub. in Hp., cf. Erot. s.v.: κάμαρος and κάμμορον were variants, the latter is v.l. in Dsc. l.c., cf. Sch.Nic. l.c.)
German (Pape)
[Seite 1317] ὁ, auch κάμαρος u. κάμμορος geschrieben, eine Krebsart (vgl. cammarus, Hummer), Ath. VII, 306 c.
Greek (Liddell-Scott)
κάμμᾰρος: ὁ, εἶδος καρίδος, Ἐπιχαρμος καὶ Σώφρων παρ’ Ἀθην. 306C· παρὰ Γαλην. 6. 735, καμμαρίς, ίδος, ἡ· ἐν τῇ Λατ. cammarus, gammarus· ὁ Ἡσύχ. ἔχει: «καμμάρως (Δωρ.)· τὰς ἐρυθρὰς καρίδας»· περιγράφονται δὲ ὡς ἐρυθραὶ καὶ λειοστρακιῶσαι ὑπὸ Σώφρονος 52 Ahr. II. εἶδος ἀκοντίου, Ἱππ. 418. 24, Διοσκ. 4. 77 (ἐν τοῖς νόθοις)). -Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις συχνάκις φέρεται: κάμμορος.
Spanish
Greek Monolingual
κάμμαρος και κόμμαρος και κόμμορος
ὁ (Α)
είδος μεγάλης γαρίδας, αστακού
2. κάμαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < IE kәmr- > καμαρ- > κάμμαρ-ος (με εκφραστικό διπλασιασμό)
πρβλ. νορβ. cammore, αρχ. άνω γερμ. Hummer «αστακός». Ο μακεδονικός τ. κόμ(μ)αρος με τροπή του α σε ο. Ο τ. κόμμορος είναι μεταγενέστερο παρατυμολογικό προϊόν. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή cammarus. (Για τη λ. με τη δεύτερη σημ. βλ. κάμαρος)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάμμαρος -ου, ὁ monnikskap (plant).