διατριπτέον: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
(4)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διατριπτέον:''' ρημ. επίθ., πρέπει να δαπανήσουμε χρόνο, να κωλυσιεργήσουμε, σε Αριστ.
|lsmtext='''διατριπτέον:''' ρημ. επίθ., πρέπει να δαπανήσουμε χρόνο, να κωλυσιεργήσουμε, σε Αριστ.
}}
{{elnl
|elnltext=διατριπτέον, adj. verb. van διατρίβω men moet tijd besteden.
}}
}}

Revision as of 06:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατριπτέον Medium diacritics: διατριπτέον Low diacritics: διατριπτέον Capitals: ΔΙΑΤΡΙΠΤΕΟΝ
Transliteration A: diatriptéon Transliteration B: diatripteon Transliteration C: diatripteon Beta Code: diatripte/on

English (LSJ)

   A one must spend time, Arist.Rh.1417a10, Men.Rh. p.359 S.    II one must rub, Hippiatr.1.

Greek (Liddell-Scott)

διατριπτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ διατρίβω, Ἀριστ. Ρητ. 3.16,6.

Spanish (DGE)

I hay que frotar τὰ ... περὶ τὸ στόμα στρύχνῳ Hippiatr.1.23.
II 1hay que perder el tiempo περὶ τὸ ὁμολογούμενον οὐ δ. Arist.Rh.1417a11, cf. Men.Rh.359
hay que pasar el tiempo, permanecer ἐν εὐπνοίᾳ Apollon. en Gal.12.503.
2 hay que detenerse ἐπὶ τῆς αὐτῆς (μελῳδίας) Aristid.Quint.80.20.

Greek Monotonic

διατριπτέον: ρημ. επίθ., πρέπει να δαπανήσουμε χρόνο, να κωλυσιεργήσουμε, σε Αριστ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διατριπτέον, adj. verb. van διατρίβω men moet tijd besteden.