διατριπτέον: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
(4) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διατριπτέον:''' ρημ. επίθ., πρέπει να δαπανήσουμε χρόνο, να κωλυσιεργήσουμε, σε Αριστ. | |lsmtext='''διατριπτέον:''' ρημ. επίθ., πρέπει να δαπανήσουμε χρόνο, να κωλυσιεργήσουμε, σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=διατριπτέον, adj. verb. van διατρίβω men moet tijd besteden. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 1 January 2019
English (LSJ)
A one must spend time, Arist.Rh.1417a10, Men.Rh. p.359 S. II one must rub, Hippiatr.1.
Greek (Liddell-Scott)
διατριπτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ διατρίβω, Ἀριστ. Ρητ. 3.16,6.
Spanish (DGE)
I hay que frotar τὰ ... περὶ τὸ στόμα στρύχνῳ Hippiatr.1.23.
II 1hay que perder el tiempo περὶ τὸ ὁμολογούμενον οὐ δ. Arist.Rh.1417a11, cf. Men.Rh.359
•hay que pasar el tiempo, permanecer ἐν εὐπνοίᾳ Apollon. en Gal.12.503.
2 hay que detenerse ἐπὶ τῆς αὐτῆς (μελῳδίας) Aristid.Quint.80.20.
Greek Monotonic
διατριπτέον: ρημ. επίθ., πρέπει να δαπανήσουμε χρόνο, να κωλυσιεργήσουμε, σε Αριστ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διατριπτέον, adj. verb. van διατρίβω men moet tijd besteden.