καμπύλλω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source
(19)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καμπύλλω]] (Α) [[καμπύλος]]<br /><b>ιων. τ.</b> [[κάμπτω]], [[λυγίζω]], [[κυρτώνω]], [[κάνω]] [[κάτι]] καμπύλο.
|mltxt=[[καμπύλλω]] (Α) [[καμπύλος]]<br /><b>ιων. τ.</b> [[κάμπτω]], [[λυγίζω]], [[κυρτώνω]], [[κάνω]] [[κάτι]] καμπύλο.
}}
{{elnl
|elnltext=καμπύλλω [καμπύλος] buigen.
}}
}}

Revision as of 06:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καμπύλλω Medium diacritics: καμπύλλω Low diacritics: καμπύλλω Capitals: ΚΑΜΠΥΛΛΩ
Transliteration A: kampýllō Transliteration B: kampyllō Transliteration C: kampyllo Beta Code: kampu/llw

English (LSJ)

Ion. for κάμπτω,

   A bend, crook, Hp.Art.60 (Pass.):—Med., ib.46:

German (Pape)

[Seite 1319] ion. = κάμπτω, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

καμπύλλω: Ἰων. ἀντὶ κάμπτω, στρέφω, λυγίζω, «στραβώνω», Ἱππ. π. Ἄρθρ. 826 ἐν τῷ Παθ.· ἐν τῷ Μέσ., αὐτόθι 812· ― καμπυλεύεσθαι παρὰ τῷ Ἐρωτιανῷ σ. 226, ὅπερ ἑρμηνεύει κάμπτεσθαι.

Greek Monolingual

καμπύλλω (Α) καμπύλος
ιων. τ. κάμπτω, λυγίζω, κυρτώνω, κάνω κάτι καμπύλο.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καμπύλλω [καμπύλος] buigen.