καναχής: Difference between revisions

From LSJ

πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)

Source
(2b)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κᾰνᾰχής:''' звучный, громкий: [[δάκρυ]] καναχές Aesch. слезы с воплями.
|elrutext='''κᾰνᾰχής:''' звучный, громкий: [[δάκρυ]] καναχές Aesch. слезы с воплями.
}}
{{elnl
|elnltext=καναχής -ές [καναχή] klaterend.
}}
}}

Revision as of 06:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰνᾰχής Medium diacritics: καναχής Low diacritics: καναχής Capitals: ΚΑΝΑΧΗΣ
Transliteration A: kanachḗs Transliteration B: kanachēs Transliteration C: kanachis Beta Code: kanaxh/s

English (LSJ)

ές, of water,

   A plashing, κ. δάκρυ A.Ch.152 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1320] ές, rauschend, tönend, Aesch. Ch. 150 ἵετε δάκρυ καναχές, mit Schluchzen oder lauter Klage verbundenes Weinen.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰνᾰχής: -ές, ἵετε δάκρυ καναχές, συνοδευόμενον ὑπὸ κωκυτῶν καὶ στεναγμῶν, Αἰσχύλ. Χο. 152· πρβλ. καναχή, -ηδά.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui résonne, càd accompagné de gémissement.
Étymologie: καναχέω.

Greek Monolingual

καναχής, -ές (Α) καναχή
(για δάκρυα) αυτός που συνοδεύεται από στεναγμούς και θρήνους («δάκρυ καναχές», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

κᾰνᾰχής: -ές, λέγεται για το νερό, αυτός που παφλάζει, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰνᾰχής: звучный, громкий: δάκρυ καναχές Aesch. слезы с воплями.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καναχής -ές [καναχή] klaterend.