κάρωσις: Difference between revisions
From LSJ
(6_8) |
(nl) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάρωσις''': -εως, ἡ, (κᾰρόω) βάρος ἐν τῇ κεφαλῇ, [[νυσταγμός]], νωθρὴ κάρ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 798, πρβλ. Φιλωνίδ. ἰατρὸν παρ’ Ἀθην. 675Α. | |lstext='''κάρωσις''': -εως, ἡ, (κᾰρόω) βάρος ἐν τῇ κεφαλῇ, [[νυσταγμός]], νωθρὴ κάρ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 798, πρβλ. Φιλωνίδ. ἰατρὸν παρ’ Ἀθην. 675Α. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κάρωσις -εως, ἡ [καρόω] bewusteloosheid. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 1 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], εως, ἡ, (κᾰρόω)
A heaviness in the head, drowsiness, νωθρὴ κ. Hp.Art.31, cf. Philonid. ap. Ath.15.675b, Aët.9.31.
German (Pape)
[Seite 1332] ἡ, Schwere des Kopfes, Schlaf oder Schwindel mit Betäubung oder Kopfschmerz verbunden, Schlagfluß, Medic.; οἱ δὲ νεκροῖς ἐῴκεσαν ἀπὸ τῆς καρώσεως Ath. XV, 675 a.
Greek (Liddell-Scott)
κάρωσις: -εως, ἡ, (κᾰρόω) βάρος ἐν τῇ κεφαλῇ, νυσταγμός, νωθρὴ κάρ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 798, πρβλ. Φιλωνίδ. ἰατρὸν παρ’ Ἀθην. 675Α.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάρωσις -εως, ἡ [καρόω] bewusteloosheid.