κατατεθαρρηκότως: Difference between revisions

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
(2b)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κατατεθαρρηκότως:''' adv. храбро, отважно Polyb., Plut.
|elrutext='''κατατεθαρρηκότως:''' adv. храбро, отважно Polyb., Plut.
}}
{{elnl
|elnltext=κατατεθαρρηκότως adv., zie καταθαρρέω.
}}
}}

Revision as of 07:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατεθαρρηκότως Medium diacritics: κατατεθαρρηκότως Low diacritics: κατατεθαρρηκότως Capitals: ΚΑΤΑΤΕΘΑΡΡΗΚΟΤΩΣ
Transliteration A: katatetharrēkótōs Transliteration B: katatetharrēkotōs Transliteration C: katatetharrikotos Beta Code: katateqarrhko/tws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Act. of καταθαρρέω,

   A boldly, confidently, Plb.1.86.5, Plu.Ant.27.

Greek (Liddell-Scott)

κατατεθαρρηκότως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ καταθαρρέω, μετὰ θάρρους πεποιθότως, τολμηρῶς, κ. ὁρμᾶν Πολύβ. 2. 23, 4· κ. ῥᾳθύμως ἀνατρέφεσθαι 1. 86, 5· ὁ Πλούταρχ. συνάπει ἀνειμένως και κ.

Greek Monolingual

κατατεθαρρηκότως (Α)
επίρρ. με πολύ θάρρος, με τόλμη, ευθαρσώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατατεθαρρηκώς, μτχ. παρακμ. του ρ. καταθαρρώ].

Russian (Dvoretsky)

κατατεθαρρηκότως: adv. храбро, отважно Polyb., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατατεθαρρηκότως adv., zie καταθαρρέω.