κίγκλισις: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(20) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κίγκλισις]], -εως, ιων. γεν. -ιος, ἡ (Α) [[κιγκλίζω]] (II)]<br />[[ταχεία]], ξαφνική [[κίνηση]]. | |mltxt=[[κίγκλισις]], -εως, ιων. γεν. -ιος, ἡ (Α) [[κιγκλίζω]] (II)]<br />[[ταχεία]], ξαφνική [[κίνηση]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κίγκλισις -εως, ἡ [κιγκλίζω: kwispelen, wiebelen] (schokkende) beweging (van een lichaam). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 1 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A quick, jerking movement, Hp.Art.71.
German (Pape)
[Seite 1436] ἡ, häufige, schnelle Bewegung, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
κίγκλῐσις: -εως, ἡ, ταχεῖα, ἐξαφνικὴ κίνησις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 833· οὕτω κιγκλισμός, ὁ, αὐτόθι 791.
Greek Monolingual
κίγκλισις, -εως, ιων. γεν. -ιος, ἡ (Α) κιγκλίζω (II)]
ταχεία, ξαφνική κίνηση.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κίγκλισις -εως, ἡ [κιγκλίζω: kwispelen, wiebelen] (schokkende) beweging (van een lichaam).