καταπλουτίζω: Difference between revisions
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
(2b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καταπλουτίζω:''' (fut. καταπλουτιῶ) обогащать (τινά Her., Xen.). | |elrutext='''καταπλουτίζω:''' (fut. καταπλουτιῶ) обогащать (τινά Her., Xen.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατα-πλουτίζω rijk maken. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 1 January 2019
English (LSJ)
A enrich greatly, τινα Hdt.6.132, X.Oec.4.7; τινὰ εὐεργεσίαις Ph.2.588.
German (Pape)
[Seite 1371] sehr bereichern, Her. 6, 132 Xen. Oec. 4, 7 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καταπλουτίζω: μέλλ. -ιῶ, μεγάλως πλουτίζω, τινὰ Ἡρόδ. 6. 132· μεγάλοις δώροις τινὰ κ. Ξεν. Οἰκ. 4. 7· καὶ μετὰ γεν. τοῦ πράγματος, κατεπλούτισε τὴν κτίσιν τῆς ἁγιστείας αὑτοῦ Ἀνδρ. Κρήτ. σ. 115C.
French (Bailly abrégé)
rendre très riche.
Étymologie: κατά, πλουτίζω.
Greek Monolingual
(AM καταπλουτίζω) (επιτ. τ. τρύ πλουτίζω) κάνω κάποιον πάρα πολύ πλούσιο, πλουτίζω πολύ κάποιον.
Greek Monotonic
καταπλουτίζω: μέλ. -ιῶ, εμπλουτίζω, πλουμίζω, σε Ηρόδ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
καταπλουτίζω: (fut. καταπλουτιῶ) обогащать (τινά Her., Xen.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-πλουτίζω rijk maken.