κολόκυμα: Difference between revisions
Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
(3) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κολόκῡμα:''' ατος τό досл. «безмолвная» волна (во время затишья, перед грозой), перен. надвигающаяся гроза, угроза Arph. | |elrutext='''κολόκῡμα:''' ατος τό досл. «безмолвная» волна (во время затишья, перед грозой), перен. надвигающаяся гроза, угроза Arph. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κολόκυμα -ατος, τό [κόλος, κῦμα] deining. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 1 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A large heavy wave before it breaks, swell that is the forerunner of a storm: metaph., of the swelling threats of Cleon, Ar.Eq.692 (expld. as κόλον κῦμα, Sch.ad loc.; τυφλὸν κῦμα, Hsch.; κωφὸν κῦμα, Suid.).
German (Pape)
[Seite 1474] τό, eine große, sich still u. langsam an das Ufer heranwälzende Woge, wie sie bes. dem Sturm vorangehen u. sein Nahen verkündigen; übertr., von Kleons leeren Drohworten, Ar. Equ. 692; die Alten erkl. κολοβόν, κωφὸν κῦμα.
Greek (Liddell-Scott)
κολόκῡμα: τό, μέγα καὶ βαρὺ κῦμα πρὶν θραυσθῇ (κόλον κῦμα κατὰ τοὺς Γραμμ.)· ἡ «φουσκοθαλασσιὰ» ἥτις προηγεῖται τῆς τρικυμίας, Ἀριστοφ. Ἱππ. 692, ― ἔνθα κεῖται ἐπὶ τῶν κομπαστικῶν ἀπειλῶν τοῦ Κλέωνος· ― πρβλ. σκώληξ ΙΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
vague allongée, longue lame, signe de tempête.
Étymologie: κόλος, κῦμα.
Greek Monolingual
το (Α κολόκυμα)
η φουσκοθαλασσιά που προηγείται της τρικυμίας («ὠθῶν κολόκυμα καὶ ταράττων καὶ κυκῶν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < κόλον «κοντό, βραχύ» + κῦμα. Η λ. στον Αριστοφάνη χρησιμοποιείται από τον Αλλαντοπώλη για τον Κλέωνα σκωπτικά με υπαινιγμό στη σημ. «έντερο» του α' συνθετικού κόλον.
Greek Monotonic
κολόκῡμα: -ατος, τό, μεγάλο κύμα πριν σπάσει (κόλον κῦμα), η φουσκοθαλασσιά που προηγείται της καταιγίδας, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κολόκῡμα: ατος τό досл. «безмолвная» волна (во время затишья, перед грозой), перен. надвигающаяся гроза, угроза Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κολόκυμα -ατος, τό [κόλος, κῦμα] deining.