κνίδωσις: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
(6_8) |
(nl) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κνίδωσις''': -εως, ἡ, (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. κνιδόω) [[κνησμός]], οἷος ὁ προξενούμενος ἐκ κνίδης, Ἱππ. Προρρ. 109, κτλ. | |lstext='''κνίδωσις''': -εως, ἡ, (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. κνιδόω) [[κνησμός]], οἷος ὁ προξενούμενος ἐκ κνίδης, Ἱππ. Προρρ. 109, κτλ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κνίδωσις -εως, ἡ [κνίζω] jeuk. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῑ], εως, ἡ,
A itching, such as is caused by a nettle, Hp. Prorrh.2.30 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1461] ἡ, das Jucken, Brennen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
κνίδωσις: -εως, ἡ, (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. κνιδόω) κνησμός, οἷος ὁ προξενούμενος ἐκ κνίδης, Ἱππ. Προρρ. 109, κτλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κνίδωσις -εως, ἡ [κνίζω] jeuk.