κρεμάς: Difference between revisions
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
(3) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κρεμάς:''' άδος (ᾰδ) adj. f нависшая, свисающая ([[πέτρα]] Aesch.). | |elrutext='''κρεμάς:''' άδος (ᾰδ) adj. f нависшая, свисающая ([[πέτρα]] Aesch.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κρεμάς -άδος [κρεμάννυμι] als adj. overhangend. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 1 January 2019
English (LSJ)
άδος, ἡ, fem. Adj.
A beetling, πέτρα A.Supp.795 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
κρεμάς: -άδος, ἡ, θηλ. ἐπίθετ., κρεμαστή, προέχουσα ὡς ἐπικρεμαμένη, πέτρα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 795.
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f.
suspendue.
Étymologie: κρεμάννυμι.
Greek Monolingual
κρεμάς, -άδος, ἡ (Α) κρεμάννυμι
φρ. «κρεμὰς πέτρα» — βράχος κρεμαστός, που προεξέχει σαν να κρέμεται (Αισχύλ.).
Russian (Dvoretsky)
κρεμάς: άδος (ᾰδ) adj. f нависшая, свисающая (πέτρα Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρεμάς -άδος [κρεμάννυμι] als adj. overhangend.