κρεμασμός: Difference between revisions

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
(21)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[κρεμασμός]], Μ και κρεμαμός) [[κρεμάννυμι]]<br />[[κρέμασμα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πόθος]].
|mltxt=ο (AM [[κρεμασμός]], Μ και κρεμαμός) [[κρεμάννυμι]]<br />[[κρέμασμα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πόθος]].
}}
{{elnl
|elnltext=κρεμασμός -οῦ, ὁ [κρεμάννυμι] ophanging.
}}
}}

Revision as of 07:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεμασμός Medium diacritics: κρεμασμός Low diacritics: κρεμασμός Capitals: ΚΡΕΜΑΣΜΟΣ
Transliteration A: kremasmós Transliteration B: kremasmos Transliteration C: kremasmos Beta Code: kremasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A suspension, of a broken rib, unsupported by reason of the emptiness of the stomach, Hp.Art.49: generally, ib.76, Heliod. ap. Orib.49.9.15.

Greek (Liddell-Scott)

κρεμασμός: ὁ, αἰώρησις, ἐξάρτησις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 816, 836, ἐπὶ τεθραυσμένης πλευρᾶς, τὸ μὴ ἔχειν ὑποστήριγμα ἕνεκα τῆς κενότητος τοῦ στομάχου.

Greek Monolingual

ο (AM κρεμασμός, Μ και κρεμαμός) κρεμάννυμι
κρέμασμα
μσν.
πόθος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεμασμός -οῦ, ὁ [κρεμάννυμι] ophanging.