Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παναληθής: Difference between revisions

From LSJ

Κάλλιστα πειρῶ καὶ λέγειν καὶ μανθάνειν → Bonis dicendis et discendis dato operam → Zu sagen Schönstes und zu lernen mühe dich

Menander, Monostichoi, 284
(3b)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πᾰνᾰληθής:''' <b class="num">1)</b> вполне правдивый, говорящий совершенную правду ([[κακόμαντις]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> истинный, подлинный, действительный ([[ἡδονή]] Plat.).
|elrutext='''πᾰνᾰληθής:''' <b class="num">1)</b> вполне правдивый, говорящий совершенную правду ([[κακόμαντις]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> истинный, подлинный, действительный ([[ἡδονή]] Plat.).
}}
{{elnl
|elnltext=παναληθής -ές [πᾶς, ἀληθής] van pers. geheel de waarheid sprekend. van zaken geheel waar, werkelijk.
}}
}}

Revision as of 07:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνᾰληθής Medium diacritics: παναληθής Low diacritics: παναληθής Capitals: ΠΑΝΑΛΗΘΗΣ
Transliteration A: panalēthḗs Transliteration B: panalēthēs Transliteration C: panalithis Beta Code: panalhqh/s

English (LSJ)

ές,

   A all true, π. κακόμαντις Ἐρινύς A.Th.722 (lyr.). Adv. -θῶς Id.Supp.86 (lyr.).    2 of things, absolutely true or real, ἡδονή Pl.R.583b, cf. Iamb.Protr.4 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 456] ές, ganz wahr, wahrhaft; Aesch. Spt. 724; Plat. Rep. IX, 583 b; – adv., Aesch. Suppl. 85 u. in sp. Prosa.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνᾰληθής: -ές, ὅλως ἀληθής, π. κακόμαντις, ὁ ἐντελῶς ἀληθεύων μάντις κακῶν, Αἰσχύλου Θήβ. 724· - Ἐπίρρ. -θῶς, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 85. 2) ἐπὶ πραγμάτων παντελῶς ἀληθής, ἡδονὴ Πλάτ. Πολ. 583Β.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tout à fait véridique.
Étymologie: πᾶν, ἀληθής.

Greek Monolingual

παναληθής, -ές (ΑΜ)
1. αυτός που αληθεύει καθ' όλα, που αποδεικνύεται σε όλα αληθινός
2. πραγματικός («παναληθεῑ κλήσει τὸν σεπτὸν τόκον σου σέβοντες», Μηναί.).
επίρρ...
παναληθῶς (Α)
αληθέστατα, ολωσδιόλου αληθινά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἀληθής.

Greek Monotonic

πᾰνᾰληθής: -ές,
1. όλος αληθινός, εντελώς αληθινός, λέγεται για άνθρωπο, σε Αισχύλ.
2. λέγεται για πράγματα, απόλυτα αληθινό ή πραγματικό, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰνᾰληθής: 1) вполне правдивый, говорящий совершенную правду (κακόμαντις Aesch.);
2) истинный, подлинный, действительный (ἡδονή Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παναληθής -ές [πᾶς, ἀληθής] van pers. geheel de waarheid sprekend. van zaken geheel waar, werkelijk.