κρότησις: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κρότησις:''' εως ἡ удары, хлопание: κ. [[χειρῶν]] Plat. рукоплескания. | |elrutext='''κρότησις:''' εως ἡ удары, хлопание: κ. [[χειρῶν]] Plat. рукоплескания. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κρότησις -εως, ἡ [κροτέω] geklap. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:40, 1 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A clapping, striking, χειρῶν, as a sign of grief, Pl.Ax.365a; [σιδήρου] Ph.Bel.71.44 (pl.); τοῦ πνεύματος D.H. Comp.14 (v.l. for κροῦσις).
Greek (Liddell-Scott)
κρότησις: -εως, ἡ, κτύπημα, κροῦσις χειρῶν, εἰς σημεῖον θλίψεως, στεναγμοὺς ἱέντα σὺν δακρύοις καὶ κροτήσεσι χειρῶν Πλάτ. Ἀξίοχ. 365Α· ψύξεις καὶ κροτήσεις (σιδήρου καὶ χαλκοῦ) Φίλων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 71· τοῦ πνεύματος Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 166 Schäf.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 claquement ; particul. applaudissement;
2 t. de méc. battage, martelage, écrouissage (d’un métal).
Étymologie: κροτέω.
Greek Monotonic
κρότησις: -εως, ἡ, χτύπημα, κρούση χεριών, χειροκρότημα, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
κρότησις: εως ἡ удары, хлопание: κ. χειρῶν Plat. рукоплескания.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρότησις -εως, ἡ [κροτέω] geklap.