πεῖσις: Difference between revisions

From LSJ

Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund

Menander, Monostichoi, 533
(3b)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πεῖσις:''' εως ἡ [[πάσχω]] филос. душевное волнение, эмоция Sext.
|elrutext='''πεῖσις:''' εως ἡ [[πάσχω]] филос. душевное волнение, эмоция Sext.
}}
{{elnl
|elnltext=πεῖσις -εως, ἡ [πάσχω] geneesk. ziekte.
}}
}}

Revision as of 07:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεῖσις Medium diacritics: πεῖσις Low diacritics: πείσις Capitals: ΠΕΙΣΙΣ
Transliteration A: peîsis Transliteration B: peisis Transliteration C: peisis Beta Code: pei=sis

English (LSJ)

εως, ἡ, (πάσχω, πείσομαι)

   A = πάθος, Hp.Loc.Hom. 1, Sor.2.3, Gal.1.141; ἡ χολέρα π. τοῦ στομάχου Cass.Pr.59, cf. Alex.Aphr.Pr. 1.138 : generally, affection, susceptibility, κινήσεις καὶ π. ψυχῆς Ph.1.617; αἰσθητικαί, σωματικαὶ π., M.Ant.3.6, 7.55 ; πείσεων καὶ παθῶν S.E.M.7.384; ποίησίν τε καὶ π. Plot.3.1.4, cf. 3.6.7, al.    II (πείθὠ persuasion, Id.2.9.14(pl.).

German (Pape)

[Seite 547] ἡ, = πάθος, Hipp.; bei spätern Philosophen hießen πείσεις bes. die mäßigern u. edlern Leidenschaften, S. Emp. öfter, ἐκ τῶν περὶ αὐτῷ πείσεων καὶ παθῶν, adv. log. 1, 384; vgl. M. Ant. 3, 6. ἡ, Ueberredung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πεῖσις: -εως, ἡ, (πάσχω, πείσομαι) = πάθος, Ἱππ. 408. 26, Γαλην., κλ.· - παρὰ μεταγεν. φιλοσόφοις πείσεις καλοῦνται τὰ λεπτότερα καὶ ἠπιώτερα αἰσθήματα, αἱ ὁρμαί, Φίλων 1. 617, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 383, κτλ., ἴδε Gataker εἰς Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 3. 6.

Greek Monolingual

(I)
ἡ, Α
1. το πάθος, το νόσημα, η ασθένεια («πᾶν τὸ σῶμα αἰσθήσεται τὴν πεῑσιν», Ιπποκρ.)
2. στον πληθ. αἱ πείσεις
μτφ. οι μέτριες και ευγενείς ορμές, τα λεπτότερα και πιο ήπια αισθήματα του ανθρώπου («κινήσεις και πείσεις της ψυχής», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πάσχω.———————— (II)
ἡ, Α πείθω
η πειθώ, η κατάπειση.

Russian (Dvoretsky)

πεῖσις: εως ἡ πάσχω филос. душевное волнение, эмоция Sext.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεῖσις -εως, ἡ [πάσχω] geneesk. ziekte.