πεμπτέος: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(3b) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πεμπτέος:''' adj. verb. к [[πέμπω]]. | |elrutext='''πεμπτέος:''' adj. verb. к [[πέμπω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πεμπτέος -α -ον, adj. verb. van πέμπω, te zenden, die gezonden moet worden. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:48, 1 January 2019
English (LSJ)
α, ον,
A to be sent, Luc.Phal.1.11. II πεμπτέον, one must send, X.Cyr.8.1.11.
Greek (Liddell-Scott)
πεμπτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ πέμπω, ὂν δεῖ πέμπειν, Λουκ. Φαλ. 11. ΙΙ. πεμπτέον, δεῖ πέμπειν, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
adj. verb. de πέμπω.
Greek Monotonic
πεμπτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του πέμπω·
I. αυτός που πρέπει να σταλεί, σε Λουκ.
II. πεμπτέον, αυτό που κάποιος πρέπει να στείλει, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
πεμπτέος: adj. verb. к πέμπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεμπτέος -α -ον, adj. verb. van πέμπω, te zenden, die gezonden moet worden.