πεπλανημένως: Difference between revisions
Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
(3b) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πεπλᾰνημένως:''' блуждая Arst.: π. ἔχειν Isocr. блуждать. | |elrutext='''πεπλᾰνημένως:''' блуждая Arst.: π. ἔχειν Isocr. блуждать. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πεπλανημένως adv. ptc. perf. med. van πλανάω, bij vergissing:; οὐδὲ περὶ ἓν πεπλανημένως εἶχεν bij geen enkele (onverwachte gebeurtenis) maakte hij een fout Isocr. 9.43; onregelmatig, erratisch:. πῦρ ἔλαβε π. hij had erratische koortsaanvallen Hp. Epid. 1.3. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:52, 1 January 2019
English (LSJ)
Adv., (πλανάομαι)
A mistakenly, in error, περί τινος π. ἔχειν Isoc.9.43 ; π. λέγεσθαι Str.2.4.3. II irregularly, of fits of disease, Hp.Epid.1.3.<
German (Pape)
[Seite 560] adv. part. perf. pass. von πλανάω, umherirrend, umherschweisend, εἶχεν, Isocr. 9, 43.
Greek (Liddell-Scott)
πεπλᾰνημένως: Ἐπίρρ., κατὰ τρόπον πεπλανημένον, π. ἔχειν Ἰσοκρ. 197C ἐπὶ παροξυσμῶν νόσου, ἀνωμάλως, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Αʹ 941, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 1, 8.
French (Bailly abrégé)
adv.
en errant çà et là ; de manière irrégulière.
Étymologie: πεπλανημένος, part. pf. Pass. de πλανάω.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. εσφαλμένα
2. (για παροξυσμό ασθένειας) ανώμαλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεπλανημένος, μτχ. παθ. παρακμ. του πλανῶμαι].
Russian (Dvoretsky)
πεπλᾰνημένως: блуждая Arst.: π. ἔχειν Isocr. блуждать.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεπλανημένως adv. ptc. perf. med. van πλανάω, bij vergissing:; οὐδὲ περὶ ἓν πεπλανημένως εἶχεν bij geen enkele (onverwachte gebeurtenis) maakte hij een fout Isocr. 9.43; onregelmatig, erratisch:. πῦρ ἔλαβε π. hij had erratische koortsaanvallen Hp. Epid. 1.3.