ποδένδυτος: Difference between revisions
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
(3b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ποδένδῠτος:''' связывающий ноги ([[κατασκήνωμα]] Aesch.). | |elrutext='''ποδένδῠτος:''' связывающий ноги ([[κατασκήνωμα]] Aesch.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=ποδένδυτος -ον [πούς, ἐνδύω] om de voeten gewikkeld. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:04, 1 January 2019
English (LSJ)
ον, (ἐνδύω)
A drawn over the feet, π. κατασκήνωμα, = πέπλος ποδιστήρ, A.Ch.984(998).
German (Pape)
[Seite 642] an den Fuß gezogen; aber bei Aesch. Ch. 992 ist ποδένδυτον = ποδιστήρ oder ποδήρης πέπλος.
Greek (Liddell-Scott)
ποδένδῠτος: -ον, (ἐνδύω) ὁ εἰς τοὺς πόδας φορούμενος, ὁ τοὺς πόδας καλύπτων, π. κατασκήνωμα = πέπλος ποδιστὴρ (ἴδε ἐν λ.) Αἰσχύλ. Χο. 998.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tombe jusque sur les pieds.
Étymologie: πούς, ἐνδύω.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που ντύνει τα πόδια, που φοριέται στα πόδια («νεκροῡ ποδένδυτον δροίτης κατασκήνωμα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ἐνδύω (πρβλ. χαλκ-ένδυτος)].
Greek Monotonic
ποδένδῠτος: -ον (ἐνδύω), αυτός που έχει καλυμμένα τα πόδια, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ποδένδῠτος: связывающий ноги (κατασκήνωμα Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποδένδυτος -ον [πούς, ἐνδύω] om de voeten gewikkeld.