ποτιβλέπω: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
(4)
(nl)
Line 10: Line 10:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ποτιβλέπω:''' дор. = [[προσβλέπω]].
|elrutext='''ποτιβλέπω:''' дор. = [[προσβλέπω]].
}}
{{elnl
|elnltext=ποτιβλέπω Dor. voor προσβλέπω.
}}
}}

Revision as of 08:12, 1 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

ποτιβλέπω: Δωρ. ἀντὶ προσβλ-, Θεόκρ. 5. 36.

Greek Monolingual

και ποτιγλέπω Α
(δωρ. τ.) προσβλέπω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + βλέπω / γλέπω].

Greek Monotonic

ποτιβλέπω: Δωρ. αντί προσ-βλέπω.

Russian (Dvoretsky)

ποτιβλέπω: дор. = προσβλέπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποτιβλέπω Dor. voor προσβλέπω.