προσερυγγάνω: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)

Source
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσερυγγάνω:''' αόρ. βʹ <i>-ήρῠγον</i>, = [[προσερεύγομαι]], σε Θεόφρ.
|lsmtext='''προσερυγγάνω:''' αόρ. βʹ <i>-ήρῠγον</i>, = [[προσερεύγομαι]], σε Θεόφρ.
}}
{{elnl
|elnltext=προσερυγγάνω [προσερεύγομαι] boeren:. ἅμα πίνων προσερυγγάνειν bij het drinken boeren laten Thphr. Char. 19.5.
}}
}}

Revision as of 08:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσερυγγάνω Medium diacritics: προσερυγγάνω Low diacritics: προσερυγγάνω Capitals: ΠΡΟΣΕΡΥΓΓΑΝΩ
Transliteration A: proseryngánō Transliteration B: proserynganō Transliteration C: proseryggano Beta Code: proserugga/nw

English (LSJ)

aor. -ήρῠγον,

   A = προσερεύγομαι, τινι Diod.Com.2.35: abs., Thphr.Char.19.4, Ael.NA9.11.

German (Pape)

[Seite 762] = προσερεύγω, Theophr. char. 19.

Greek (Liddell-Scott)

προσερυγγάνω: ἀόρ. -ήρῠγον, = προσερεύγομαι, τινὶ Διόδ. Κωμ. ἐν «Ἐπικλήρῳ» 1. 35· ἀπολ., Θεοφρ. Χαρ. 19, Αἰολ. π. Ζ. 9. 11.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et ao.2 προσήρυγον;
roter au nez de, τινι ; p. ext. baver sur.
Étymologie: πρός, ἐρυγγάνω.

Greek Monolingual

Α
προσερεύγομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐρυγγάνω, αττ. τ. του ἐρεύγομαι].

Greek Monotonic

προσερυγγάνω: αόρ. βʹ -ήρῠγον, = προσερεύγομαι, σε Θεόφρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσερυγγάνω [προσερεύγομαι] boeren:. ἅμα πίνων προσερυγγάνειν bij het drinken boeren laten Thphr. Char. 19.5.