πρόβα: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(6) |
(nl) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 7: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρόβα:''' αντί <i>προβῆθι</i>, προστ. αορ. βʹ του [[προβαίνω]]. | |lsmtext='''πρόβα:''' αντί <i>προβῆθι</i>, προστ. αορ. βʹ του [[προβαίνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρόβᾱ:''' Eur., Arph. (= πρόβηθι) 2 л. sing. imper. aor. к [[προβαίνω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πρόβα imperat. aor. act. 2 sing. van προβαίνω. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 08:21, 1 January 2019
French (Bailly abrégé)
2ᵉ sg. poét. impér. ao. de προβαίνω.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΝ
δοκιμή, ιδίως ενδύματος
νεοελλ.
1. δοκιμαστική εκτέλεση μουσικού ή θεατρικού έργου
2. φρ. «πρόβα τζενεράλε» — η τελευταία γενική δοκιμή πριν από την παράσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. prova < λατ. probo «δοκιμάζω»].
Greek Monotonic
πρόβα: αντί προβῆθι, προστ. αορ. βʹ του προβαίνω.
Russian (Dvoretsky)
πρόβᾱ: Eur., Arph. (= πρόβηθι) 2 л. sing. imper. aor. к προβαίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόβα imperat. aor. act. 2 sing. van προβαίνω.