συγκατατρίβω: Difference between revisions
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
(4) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συγκατατρίβω:''' (ῑ) истреблять, уничтожать Plut. | |elrutext='''συγκατατρίβω:''' (ῑ) истреблять, уничтожать Plut. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συγ-κατατρίβω helemaal lens slaan. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:48, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῑ],
A waste completely, Plu.Cleom.26.
German (Pape)
[Seite 966] mit auftreiben, καὶ διαφθεῖραι τὸν καρπόν, Plut. Cleom. 26.
Greek (Liddell-Scott)
συγκατατρίβω: [ῑ], κατατρίβω ὁμοῦ, Πλουτ. Κλεομ. 26.
Greek Monolingual
Α
συντρίβω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατατρίβω «τρίβω, φθείρω, καταστρέφω»].
Greek Monolingual
Α
συντρίβω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατατρίβω «τρίβω, φθείρω, καταστρέφω»].
Russian (Dvoretsky)
συγκατατρίβω: (ῑ) истреблять, уничтожать Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-κατατρίβω helemaal lens slaan.