συβότης: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
(4) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σῠβότης:''' ου ὁ Arst. v. l. = [[συβώτης]]. | |elrutext='''σῠβότης:''' ου ὁ Arst. v. l. = [[συβώτης]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συβότης -ου, ὁ zie συβώτης. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:48, 1 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ,= συβώτης, Arist.Po.1454b28, Hsch., Gloss.
German (Pape)
[Seite 961] ὁ, = συβώτης, B. A. 361.
Greek (Liddell-Scott)
σῠβότης: -ου, ὁ, = συβώτης, Ἀριστ. Ποιητ. 16, 4· «συβότας· χοιροβοσκοὺς» Ἡσύχ.: πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Αἰλ. 8. 19.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(δ. γρφ.) βλ. συβώτης.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(δ. γρφ.) βλ. συβώτης.
Greek Monotonic
σῠβότης: -ου, ὁ=συβώτης, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
σῠβότης: ου ὁ Arst. v. l. = συβώτης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συβότης -ου, ὁ zie συβώτης.