στυγνότης: Difference between revisions

From LSJ

πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner

Source
(4)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''στυγνότης:''' ητος ἡ угрюмость, мрачность (τοῦ βλέμματος Plut.): ἡ τοῦ περιέχοντος σ. Polyb. суровость климата.
|elrutext='''στυγνότης:''' ητος ἡ угрюмость, мрачность (τοῦ βλέμματος Plut.): ἡ τοῦ περιέχοντος σ. Polyb. суровость климата.
}}
{{elnl
|elnltext=στυγνότης -ητος, ἡ [στυγνός] somberheid, norsheid.
}}
}}

Revision as of 08:51, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στυγνότης Medium diacritics: στυγνότης Low diacritics: στυγνότης Capitals: ΣΤΥΓΝΟΤΗΣ
Transliteration A: stygnótēs Transliteration B: stygnotēs Transliteration C: stygnotis Beta Code: stugno/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A gloominess, sullenness, Alex.197, Plb.3.20.3; βλέμματος Plu.Mar.43; of the sky, Plb.4.21.1.

German (Pape)

[Seite 958] ητος, ἡ, Betrübniß, καὶ πένθ ος, Plut. Thes. 20; τοῦ βλέμματος, Mar. 43, das traurige, unfreundliche Aussehen, z. B. des Senats in Rom, Pol. 3, 20, 3; des Klimas, τοῦ περιέχοντος, 4, 21, 1; eines unbebau'ten Landes, Jac. Philostr. imagg. 723.

Greek (Liddell-Scott)

στυγνότης: -ητος, ἡ, κατήφεια, σκυθρωπότης, Λατ. tristitia, Ἄλεξις ἐν «Πυθαγοριζούσῃ» 3· βλέμματος Πλουτ. Μάρ. 43· ἐπὶ τῆς ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, Πολύβ. 4. 21, 1· πρβλ. στυγνάζω.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
tristesse.
Étymologie: στυγνός.

Greek Monotonic

στυγνότης: -ητος, ἡ, μελαγχολία, κατήφεια, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

στυγνότης: ητος ἡ угрюмость, мрачность (τοῦ βλέμματος Plut.): ἡ τοῦ περιέχοντος σ. Polyb. суровость климата.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στυγνότης -ητος, ἡ [στυγνός] somberheid, norsheid.