συναναζεύγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death

Source
(4)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''συναναζεύγνῡμι:''' одновременно двинуться в поход Plut.
|elrutext='''συναναζεύγνῡμι:''' одновременно двинуться в поход Plut.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-αναζεύγνῡμι tegelijk (met...) op weg gaan, samen (met...) opbreken.
}}
}}

Revision as of 09:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναναζεύγνῡμι Medium diacritics: συναναζεύγνυμι Low diacritics: συναναζεύγνυμι Capitals: ΣΥΝΑΝΑΖΕΥΓΝΥΜΙ
Transliteration A: synanazeúgnymi Transliteration B: synanazeugnymi Transliteration C: synanazeygnymi Beta Code: sunanazeu/gnumi

English (LSJ)

   A set out along with, Plu.Eum. 3.

German (Pape)

[Seite 999] (s. ζεύγνυμι), mit od. zugleich aufbrechen, Plut. Eum. 3.

Greek (Liddell-Scott)

συναναζεύγνῡμι: ἀναζεύγνυμι, ἐκκινῶ ὁμοῦ μετά τινος, Πλουτ. Εὐμέν. 3. ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

lever le camp en même temps.
Étymologie: σύν, ἀναζεύγνυμι.

Greek Monolingual

Α
ξεκινώ για πορεία μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναζεύγνυμι «γυρίζω πίσω, ξεκινώ, αναχωρώ»].

Greek Monolingual

Α
ξεκινώ για πορεία μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναζεύγνυμι «γυρίζω πίσω, ξεκινώ, αναχωρώ»].

Greek Monotonic

συναναζεύγνῡμι: μέλ. -ζεύξω, ξεκινώ μαζί με κάποιον, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

συναναζεύγνῡμι: одновременно двинуться в поход Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αναζεύγνῡμι tegelijk (met...) op weg gaan, samen (met...) opbreken.