σφαιριστήριον: Difference between revisions

From LSJ

σταγόνες ὕδατος πέτρας κοιλαίνουσιν → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
(6)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σφαιριστήριον:''' τό ([[σφαιρίζω]]), [[τόπος]] όπου έπαιζαν παιχνίδια με τη [[σφαίρα]], σε Θεόφρ.
|lsmtext='''σφαιριστήριον:''' τό ([[σφαιρίζω]]), [[τόπος]] όπου έπαιζαν παιχνίδια με τη [[σφαίρα]], σε Θεόφρ.
}}
{{elnl
|elnltext=σφαιριστήριον -ου, τό [σφαιρίζω] plaats om te ballen; mogelijk ook plaats voor bokstraining. Thphr.
}}
}}

Revision as of 09:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφαιριστήριον Medium diacritics: σφαιριστήριον Low diacritics: σφαιριστήριον Capitals: ΣΦΑΙΡΙΣΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: sphairistḗrion Transliteration B: sphairistērion Transliteration C: sfairistirion Beta Code: sfairisth/rion

English (LSJ)

τό,

   A ball-court, Thphr. Char.5.9, IG11(2).199A110 (Delos, iii B.C.), BCH23.566 (Delph., iii B.C.), Phld.Herc.1457.7, POxy.1450.5 (iii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

σφαιριστήριον: τό, τόπος ἔνθα ἐσφαίριζον, ἔπαιζον τὴν σφαῖραν, Θεοφρ. Χαρακτ. 5 (6).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
emplacement pour un jeu de paume.
Étymologie: σφαιρίζω.

Greek Monotonic

σφαιριστήριον: τό (σφαιρίζω), τόπος όπου έπαιζαν παιχνίδια με τη σφαίρα, σε Θεόφρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφαιριστήριον -ου, τό [σφαιρίζω] plaats om te ballen; mogelijk ook plaats voor bokstraining. Thphr.