συνοικήτωρ: Difference between revisions
From LSJ
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
(4b) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συνοικήτωρ:''' ορος живущий вместе (τινί Aesch.). | |elrutext='''συνοικήτωρ:''' ορος живущий вместе (τινί Aesch.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συνοικήτωρ -ορος, ὁ [συνοικέω] samenwonend met, met dat.. Aeschl. Eum. 833. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:04, 1 January 2019
English (LSJ)
ορος, ὁ, = foreg.,
A ξ. ἐμοί A.Eu.833.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
qui habite ou vit avec.
Étymologie: συνοικέω.
Greek Monolingual
και αττ. τ. ξυνοικήτωρ, -ορος, ὁ, Α
συγκάτοικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνοικῶ «συγκατοικώ» + επίθημα -τωρ (πρβλ. κοσμή-τωρ)].
Greek Monotonic
συνοικήτωρ: -ορος, ὁ, συγκάτοικος, σύνοικος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
συνοικήτωρ: ορος живущий вместе (τινί Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνοικήτωρ -ορος, ὁ [συνοικέω] samenwonend met, met dat.. Aeschl. Eum. 833.