συσκεπτέον: Difference between revisions
From LSJ
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
(6_20) |
(nl) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συσκεπτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[συσκοπέω]], δεῖ συσκοπεῖν, [[κοινῇ]] μετ’ ἐμοῦ σοι [[συσκεπτέον]] Πλάτ. Σοφ. 218Β. | |lstext='''συσκεπτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[συσκοπέω]], δεῖ συσκοπεῖν, [[κοινῇ]] μετ’ ἐμοῦ σοι [[συσκεπτέον]] Πλάτ. Σοφ. 218Β. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συσκεπτέον [σύν, σκέπτομαι] adj. verb. n. van συσκέπτομαι er moet gezamenlijk beschouwd worden. Plat. Sph. 218b. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:04, 1 January 2019
English (LSJ)
A one must consider, μετά τινος Pl.Sph.218b.
Greek (Liddell-Scott)
συσκεπτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ συσκοπέω, δεῖ συσκοπεῖν, κοινῇ μετ’ ἐμοῦ σοι συσκεπτέον Πλάτ. Σοφ. 218Β.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συσκεπτέον [σύν, σκέπτομαι] adj. verb. n. van συσκέπτομαι er moet gezamenlijk beschouwd worden. Plat. Sph. 218b.