συναπόδημος: Difference between revisions

From LSJ

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
(4)
(nl)
Line 13: Line 13:
{{elru
{{elru
|elrutext='''συναπόδημος:''' ὁ находящийся (вместе с кем-л.) за границей Arst.
|elrutext='''συναπόδημος:''' ὁ находящийся (вместе с кем-л.) за границей Arst.
}}
{{elnl
|elnltext=συναπόδημος -ου, ὁ [σύν, ἀπόδημος] reisgenoot.
}}
}}

Revision as of 09:08, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 1002] mit, zugleich abwesend, Arist. pol. 2, 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compagnon de voyage en pays étranger.
Étymologie: σύν, ἀπόδημος.

Greek Monolingual

ὁ, Α ἀπόδημος
1. ακόλουθος αυτοκράτορα
2. στον πληθ. οἱ συναπόδημοι
αυτοί που αποδημούν μαζί, οι από κοινού απόδημοι.

Greek Monolingual

ὁ, Α ἀπόδημος
1. ακόλουθος αυτοκράτορα
2. στον πληθ. οἱ συναπόδημοι
αυτοί που αποδημούν μαζί, οι από κοινού απόδημοι.

Russian (Dvoretsky)

συναπόδημος: ὁ находящийся (вместе с кем-л.) за границей Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συναπόδημος -ου, ὁ [σύν, ἀπόδημος] reisgenoot.