σφηκώδης: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(4b)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''σφηκώδης:''' похожий на осу Arph.: σ. [[στίχος]] стих. осоподобный стих, т. е. в середине которого не хватает одной моры.
|elrutext='''σφηκώδης:''' похожий на осу Arph.: σ. [[στίχος]] стих. осоподобный стих, т. е. в середине которого не хватает одной моры.
}}
{{elnl
|elnltext=σφηκώδης -ες [σφήξ] als een wesp, met een wespentaille.
}}
}}

Revision as of 09:09, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφηκώδης Medium diacritics: σφηκώδης Low diacritics: σφηκώδης Capitals: ΣΦΗΚΩΔΗΣ
Transliteration A: sphēkṓdēs Transliteration B: sphēkōdēs Transliteration C: sfikodis Beta Code: sfhkw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A wasplike, Sch.Nic.Al.183; pinched in at the waist like a wasp, Ar.Pl.561 sq.    II στίχος σ. a wasp-like verse, with a time wanting in the middle, Sch.Heph.p.168 W., Sch.Od.10.60; so σφηκῶδές τε καὶ σφηκοειδές Eust.641.31.

Greek (Liddell-Scott)

σφηκώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ σφηκοειδής, ὅμοιος πρὸς σφῆκα, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 183 συμπεπιεσμένος κατὰ τὴν ὀσφὺν ὡς σφήξ, Ἀριστοφ. Πλ. 561 κἑξ. ΙΙ. στίχος σφηκώδης, στίχος ὅμοιος πρὸς σφῆκα, ἑλλιπὴς, δηλ. ὡς πρὸς τὸν χρόνον κατὰ τὸ μέσον, Ἡφαιστ. 182, 23, ἴδε Buttm. Σχόλ. εἰς Ὀδ. Κ. 60· οὕτω, τὸ σφηκοειδὲς Εὐστ. 641. 31.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
semblable à une guêpe ; élancé, svelte, maigre.
Étymologie: σφήξ, -ωδης.

Greek Monolingual

-ῶδες, ΜΑ σφήξ, -ηκός]
1. αυτός που μοιάζει με σφήκα
2. αυτός που έχει συμπιεσμένη μέση όπως η σφήκα
3. φρ. «στίχος σφηκώδης»
(μετρ.) στίχος ελλιπής ως προς τον χρόνο στο μέσον («ἑτέρου δὲ [τῶν παθῶν] κατ' ἔνδειαν ἤτοι ἔλλειψιν, ὁ σφηκῶδές τε καὶ σφηκοειδές λέγεται κατὰ μεταφορὰν τὴν ἐκ τῶν σφηκῶν», Ευστ.).

Greek Monotonic

σφηκώδης: -ες, αυτός που μοιάζει με σφήκα, που έχει περισφιγμένη τη μέση του, που έχει λιγνή μέση σαν σφήκα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

σφηκώδης: похожий на осу Arph.: σ. στίχος стих. осоподобный стих, т. е. в середине которого не хватает одной моры.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφηκώδης -ες [σφήξ] als een wesp, met een wespentaille.