συγγνωρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...

Source
(4)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγγνωρίζω''': [[μετέχω]] τῆς γνώσεως, [[γνωρίζω]] [[ὁμοῦ]], Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 7. 12, 5.
|lstext='''συγγνωρίζω''': [[μετέχω]] τῆς γνώσεως, [[γνωρίζω]] [[ὁμοῦ]], Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 7. 12, 5.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[γνωρίζω]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[επίσης]] [[γνώστης]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οί συγγνωριζόμενοι</i><br />πρόσωπα που γνωρίζονται [[μεταξύ]] τους.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγνωρίζω Medium diacritics: συγγνωρίζω Low diacritics: συγγνωρίζω Capitals: ΣΥΓΓΝΩΡΙΖΩ
Transliteration A: syngnōrízō Transliteration B: syngnōrizō Transliteration C: syggnorizo Beta Code: suggnwri/zw

English (LSJ)

   A share in knowledge, Arist.EE1244b26:—Pass., οἱ -όμενοι persons acquainted, Polem.Phgn.1.1.

Greek (Liddell-Scott)

συγγνωρίζω: μετέχω τῆς γνώσεως, γνωρίζω ὁμοῦ, Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 7. 12, 5.

Greek Monolingual

Α γνωρίζω
1. είμαι επίσης γνώστης
2. (το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) οί συγγνωριζόμενοι
πρόσωπα που γνωρίζονται μεταξύ τους.

Russian (Dvoretsky)

συγγνωρίζω: разделять (чье-л.) знание, знать вместе (συναισθάνεσθαι καὶ σ. Arst.).