συμπαράκειμαι: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμπαράκειμαι''': παθ., [[κεῖμαι]] πλησίον τινός, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10, 107, κλπ. | |lstext='''συμπαράκειμαι''': παθ., [[κεῖμαι]] πλησίον τινός, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10, 107, κλπ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:08, 1 January 2019
English (LSJ)
A to be adjacent, Epicur.Ep.2p.49U., Plb.6.53.8, Judeich Altertümer von Hierapolis 348:—Gramm., -κειμένη θέσις ῥημάτων καὶ ὀνομάτων of verbs and substantives, as ἱδρῶθ' ὃν ἵδρωσα, Eust.477.42.
German (Pape)
[Seite 984] (s. κεῖμαι), mit od. zugleich dabei, daneben liegen; Epicur. bei D. L. 10, 107; Eust.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαράκειμαι: παθ., κεῖμαι πλησίον τινός, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10, 107, κλπ.
Greek Monolingual
ΜΑ παράκειμαι
κείμαι μαζί ή κοντά με κάποιον άλλο.
Russian (Dvoretsky)
συμπαράκειμαι: находиться рядом Diog. L.