συγκραματικός: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(4) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui consiste en un mélange.<br />'''Étymologie:''' [[σύγκραμα]]. | |btext=ή, όν :<br />qui consiste en un mélange.<br />'''Étymologie:''' [[σύγκραμα]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:08, 1 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A mixed together, dub.l.in Placit.5.2.3.
German (Pape)
[Seite 969] ή, όν, zur Mischung gehörig, Plut. plac. phil. 5, 2.
Greek (Liddell-Scott)
συγκρᾱμᾰτικός: -ή, -όν, συμμεμιγμένος, συγκεκραμένος, σύμμικτος, Πλούτ. 2. 904F.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui consiste en un mélange.
Étymologie: σύγκραμα.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α σύγκραμα, -ατος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύγκραση, στην ανάμιξη
2. αυτός που είναι κατάλληλος ή χρήσιμος για ανάμιξη.
Russian (Dvoretsky)
συγκρᾱμᾰτικός: смешанный, спутанный (ὄνειροι Plut.).