συγκραματικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(4)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui consiste en un mélange.<br />'''Étymologie:''' [[σύγκραμα]].
|btext=ή, όν :<br />qui consiste en un mélange.<br />'''Étymologie:''' [[σύγκραμα]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σύγκραμα]], -<i>ατος</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σύγκραση]], στην [[ανάμιξη]]<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] ή [[χρήσιμος]] για [[ανάμιξη]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκρᾱμᾰτικός Medium diacritics: συγκραματικός Low diacritics: συγκραματικός Capitals: ΣΥΓΚΡΑΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: synkramatikós Transliteration B: synkramatikos Transliteration C: sygkramatikos Beta Code: sugkramatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A mixed together, dub.l.in Placit.5.2.3.

German (Pape)

[Seite 969] ή, όν, zur Mischung gehörig, Plut. plac. phil. 5, 2.

Greek (Liddell-Scott)

συγκρᾱμᾰτικός: -ή, -όν, συμμεμιγμένος, συγκεκραμένος, σύμμικτος, Πλούτ. 2. 904F.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui consiste en un mélange.
Étymologie: σύγκραμα.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α σύγκραμα, -ατος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύγκραση, στην ανάμιξη
2. αυτός που είναι κατάλληλος ή χρήσιμος για ανάμιξη.

Russian (Dvoretsky)

συγκρᾱμᾰτικός: смешанный, спутанный (ὄνειροι Plut.).