συναλιάζω: Difference between revisions
From LSJ
Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each
(nl) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνᾱλιάζω''': μέλλ. -ξω, ([[ἁλία]]) = τῷ ἑπομ., Ἀριστοφ. Λυσ. 93. | |lstext='''συνᾱλιάζω''': μέλλ. -ξω, ([[ἁλία]]) = τῷ ἑπομ., Ἀριστοφ. Λυσ. 93. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:12, 1 January 2019
English (LSJ)
Dor. 3sg. aor. ξυναλίαξε, (ἁλία) = sq., Ar.Lys.93.
Greek (Liddell-Scott)
συνᾱλιάζω: μέλλ. -ξω, (ἁλία) = τῷ ἑπομ., Ἀριστοφ. Λυσ. 93.
Greek Monolingual
Α
συναλίζω (Ι), συναθροίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἁλία (Ι) «λαϊκή συνάθροιση, συνέλευση»].
Greek Monolingual
Α
συναλίζω (Ι), συναθροίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἁλία (Ι) «λαϊκή συνάθροιση, συνέλευση»].
Russian (Dvoretsky)
συνᾱλιάζω: созывать, собирать (τὸν στόλον τῶν γυναικῶν Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-ᾱλιάζω, Dor. zie συναλίζω