συνεκκλέπτω: Difference between revisions
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
(nl) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> aider à dérober en même temps;<br /><b>2</b> éluder de concert avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐκκλέπτω]]. | |btext=<b>1</b> aider à dérober en même temps;<br /><b>2</b> éluder de concert avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐκκλέπτω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:20, 1 January 2019
English (LSJ)
A help to steal away, E.Tr.1018, Hel.1370; σ. γάμους help in concealing it, Id.El.364.
German (Pape)
[Seite 1012] mit od. zugleich herausstehlen, heimlich bewerkstelligen; γάμους Eur. El. 364, vgl. Troad. 1018.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκκλέπτω: ἀπὸ κοινοῦ ἐκκλέπτω, κλέπτω καὶ φεύγω, Εὐρ. Τρῳ. 1018, Ἑλ. 1370· σ. γάμους, βοηθῶ εἰς ἀπόκρυψιν, ὁ αὐτ. ἐν Ἡλ. 364.
French (Bailly abrégé)
1 aider à dérober en même temps;
2 éluder de concert avec.
Étymologie: σύν, ἐκκλέπτω.
Greek Monolingual
Α
1. συνεργώ σε κλοπή («σὲ δ' ἐπὶ ναῡς Ἀχαϊκὰς πέμψω συνεκκλέψασα», Ευρ.)
2. φρ. «συνεκκλέπτω γάμους» — βοηθώ στην απόκρυψη τών γάμων (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκκλέπτω «κλέβω και παίρνω μακριά»].
Greek Monotonic
συνεκκλέπτω: μέλ. -ψω, συνεργώ σε κλοπή, κλέβω κι απομακρύνομαι, σε Ευρ.· συνεκκλέπτω γάμους, βοηθώ στην απόκρυψη γάμου, συγκαλύπτω, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
συνεκκλέπτω: помогать укрыть (γάμους Eur.): σὲ δ᾽ ἐπὶ ναῦς Ἀχαϊκὰς πέμψω συνεκκλέψασα Eur. я помогу тебе тайком пробраться к ахейским кораблям.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-εκκλέπτω helpen heimelijk weg te gaan: Eur. Tr. 1018 helpen verborgen te houden:. πόσιν παρόνγτα dat mijn echtgenoot aanwezig is Eur. Hel. 1370; σ. γάμους het huwelijk Eur. El. 364.