συνδαίτης: Difference between revisions

From LSJ

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source
(4)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />commensal, hôte.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[δαίνυμι]].
|btext=ου (ὁ) :<br />commensal, hôte.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[δαίνυμι]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, και τ. θηλ. στην κλητ. σύνδαιτι Α<br />ο [[συνδαιτυμόνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[δαίτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δαίομαι]] «[[τρώγω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>λαιμο</i>-[[δαίτης]]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδαίτης Medium diacritics: συνδαίτης Low diacritics: συνδαίτης Capitals: ΣΥΝΔΑΙΤΗΣ
Transliteration A: syndaítēs Transliteration B: syndaitēs Transliteration C: syndaitis Beta Code: sundai/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A = συνδαίτωρ, Luc.Ep.Sat.36; fem. voc. σύνδαιτι, Orph.H.55.10.

Greek (Liddell-Scott)

συνδαίτης: -ου ὁ. = συνδαίτωρ, Λουκ. Ἐπιστ. Κρον. 36· θηλ. κλητ. σύνδαιτι, Ὀρφ. Ὕμν. 55. 10.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
commensal, hôte.
Étymologie: σύν, δαίνυμι.

Greek Monolingual

ὁ, και τ. θηλ. στην κλητ. σύνδαιτι Α
ο συνδαιτυμόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -δαίτης (< δαίομαι «τρώγω»), πρβλ. λαιμο-δαίτης].

Greek Monotonic

συνδαίτης: -ου, ὁ, = συνδαίτωρ, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνδαίτης -ου, ὁ zie συνδαίτωρ.

Russian (Dvoretsky)

συνδαίτης: ου ὁ Luc. = συνδαίτωρ.