συνεραστής: Difference between revisions
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
(4b) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> rival en amour;<br /><b>2</b> épris aussi de.<br />'''Étymologie:''' [[συνεράω]]¹. | |btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> rival en amour;<br /><b>2</b> épris aussi de.<br />'''Étymologie:''' [[συνεράω]]¹. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:40, 1 January 2019
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A joint lover, Timocl.8.6; σ. τινῶν τῇ πόλει loving them jointly with . ., X.Smp.8.41, cf. Plot.5.8.10.
Greek (Liddell-Scott)
συνεραστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀπὸ κοινοῦ ἐραστής, Τιμολ. ἐν «Δρακοντίῳ» 1. 6. σ. τινός τινι, ὁ ἐρῶν τινος ἀπὸ κοινοῦ μετ’ ἄλλου, Ξεν. Συμπ. 8. 41.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 rival en amour;
2 épris aussi de.
Étymologie: συνεράω¹.
Greek Monolingual
ὁ, Α ἐραστής
αυτός που αγαπά το ίδιο πράγμα με κάποιον άλλο («τῆς ἀληθείας συνεραστά», Γρηγ. Ναζ.).
Greek Monotonic
συνεραστής: -οῦ, ὁ, από κοινού εραστής, αυτός που αγαπά από κοινού με κάποιον άλλο, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
συνεραστής: οῦ ὁ также любящий, соперник в любви Xen.