ῥακτήριος: Difference between revisions
(4) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ῥακτήριος:''' [[ῥάσσω]]<br /><b class="num">1)</b> подталкивающий, подгоняющий (κέντρα Soph.);<br /><b class="num">2)</b> шумный, нестройный ([[μέλη]] [[βοῶν]] Soph.). | |elrutext='''ῥακτήριος:''' [[ῥάσσω]]<br /><b class="num">1)</b> подталкивающий, подгоняющий (κέντρα Soph.);<br /><b class="num">2)</b> шумный, нестройный ([[μέλη]] [[βοῶν]] Soph.). | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=ῥάκτρια See also: s. [[ῥάσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:15, 2 January 2019
English (LSJ)
α, ον, (ῥάσσω)
A fit for striking with, κέντρα S.Fr.802. II μέλη βοῶν ἄναυλα καὶ ῥ. broken, discordant (ψοφώδη καὶ θορυβώδη Hsch.), Id.Fr.699. III ῥακτήριον· ὄρχησίς τις, Hsch. IV ῥακτήρια· τύμπανα, Id.
German (Pape)
[Seite 833] womit man schlägt; zum Schlagen, Werfen; lärmend, tosend, Soph. frg. 631 bei Hesych., der ψοφώδης erkl., wie ῥακτήρια, τύμπανα, u. κέντρα ἀντὶ τοῦ κῶπαι.
Greek (Liddell-Scott)
ῥακτήριος: -α, -ον, (ῥάσσω) ἐπιτήδειος ὅπως κτυπήσῃ τις δι’ αὐτοῦ, κέντρα Τραγ. παρ’ Ἡσύχ. ΙΙ. μέλη βοῶν ἄναυλα καὶ ῥακτήρια («ψοφώδη καὶ θορυβώδη» Ἡσύχ.) Σοφ. Ἀποσπ. 631.
Greek Monolingual
-α, -ον, Α
1. ο κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί για να χτυπήσει κανείς κάτι («ῥακτήρια κέντρα», Σοφ.)
2. αυτός που προκαλεί δυνατό ήχο, θορυβώδης («μέλη βοῶν ἄναυλα καὶ ῥακτήρια», Σοφ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) α) «ῥακτήριον
ὄρχησίς τις»
β) «ῥακτήρια
τύμπανα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάσσω «χτυπώ» + επίθημα -τήριος μέσω ενός αμάρτυρου φακτήρ (πρβλ. φυλακ-τήριος)].
Russian (Dvoretsky)
ῥακτήριος: ῥάσσω
1) подталкивающий, подгоняющий (κέντρα Soph.);
2) шумный, нестройный (μέλη βοῶν Soph.).
Frisk Etymological English
ῥάκτρια See also: s. ῥάσσω.