κουβαρίς: Difference between revisions
ὁ Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting
(21) |
(2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κουβαρίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br />[[είδος]] εντόμου που μαζεύεται σαν [[κουβάρι]] [[μπροστά]] σε κίνδυνο, ο [[ίουλος]] ή [[ονίσκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι λ. [[κουβαρίς]] και <i>κουβάριον</i> [[είναι]] υποκορ. της λ. [[κόβαρος]]<br />[[ὄνος]] <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i>, η οποία [[είναι]] άγνωστης ετυμολ.) Το [[έντομο]] αυτό έλαβε την [[ονομασία]] του [[επειδή]] κουλλουριάζεται, ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το [[κουβάρι]] ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω της σημασιολογικής του συγγένειας με το [[έντομο]] εξαιτίας του χαρακτηριστικού του [[αυτού]]]. | |mltxt=[[κουβαρίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br />[[είδος]] εντόμου που μαζεύεται σαν [[κουβάρι]] [[μπροστά]] σε κίνδυνο, ο [[ίουλος]] ή [[ονίσκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι λ. [[κουβαρίς]] και <i>κουβάριον</i> [[είναι]] υποκορ. της λ. [[κόβαρος]]<br />[[ὄνος]] <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i>, η οποία [[είναι]] άγνωστης ετυμολ.) Το [[έντομο]] αυτό έλαβε την [[ονομασία]] του [[επειδή]] κουλλουριάζεται, ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το [[κουβάρι]] ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω της σημασιολογικής του συγγένειας με το [[έντομο]] εξαιτίας του χαρακτηριστικού του [[αυτού]]]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=-ίδος<br />Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">wood-louse</b> (Dsc. 2, 35 tit.).<br />Derivatives: Diminut. of <b class="b3">κόβαρος ὄνος</b> (`<b class="b2">id.</b>'; cod. <b class="b3">ἄνθρωπος</b>, i. e. <b class="b3">ἄνος</b>) H. Another diminutiveformation is NGr. <b class="b3">κουβάρι</b> `[[clew]] (Kukules <b class="b3">Λεξ</b>. <b class="b3">῎Αρχ</b>. 5, 34) with the denomin. <b class="b3">κουβαρίζω</b> (v. l. <b class="b3">-ιάζω</b>) = <b class="b3">μηρύομαι</b>, i. e. `<b class="b2">wind (together)</b>' (sch. Theoc. 1, 29, also NGr.).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: After K. (s. also Strömberg Wortstud. 12) the animal was so called, because it can roll itself together; it is also possible, that the clew has its name from the <b class="b2">wood-louse</b>. The word is unexplained. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:15, 3 January 2019
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A = ὄνος 111, Dsc.2.35 tit. κουβηζός· στηβεύς, Hsch. κουδριγάριον ἄλειμμα, = Lat. quadrigarium, charioteer's ointment, Hippiatr.130. κουκᾶ· πάππων, ἢ κυκεῶνα, Hsch.
Greek Monolingual
κουβαρίς, -ίδος, ἡ (Α)
είδος εντόμου που μαζεύεται σαν κουβάρι μπροστά σε κίνδυνο, ο ίουλος ή ονίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. κουβαρίς και κουβάριον είναι υποκορ. της λ. κόβαρος
ὄνος (κατά τον Ησύχ.), η οποία είναι άγνωστης ετυμολ.) Το έντομο αυτό έλαβε την ονομασία του επειδή κουλλουριάζεται, ενώ, κατ' άλλη άποψη, το κουβάρι ονομάστηκε έτσι λόγω της σημασιολογικής του συγγένειας με το έντομο εξαιτίας του χαρακτηριστικού του αυτού].
Frisk Etymological English
-ίδος
Grammatical information: f.
Meaning: wood-louse (Dsc. 2, 35 tit.).
Derivatives: Diminut. of κόβαρος ὄνος (`id.'; cod. ἄνθρωπος, i. e. ἄνος) H. Another diminutiveformation is NGr. κουβάρι `clew (Kukules Λεξ. ῎Αρχ. 5, 34) with the denomin. κουβαρίζω (v. l. -ιάζω) = μηρύομαι, i. e. `wind (together)' (sch. Theoc. 1, 29, also NGr.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: After K. (s. also Strömberg Wortstud. 12) the animal was so called, because it can roll itself together; it is also possible, that the clew has its name from the wood-louse. The word is unexplained.