μύκων: Difference between revisions
Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund
(26) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μύκων]], -ωνος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> το [[μέρος]] του αφτιού που βρίσκεται [[κάτω]] από τον λοβό, η [[ρίζα]] του αφτιού<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μύκων]]<br />[[σωρός]], [[θημών]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>m</i><i>ū</i><i>k</i>- «[[σωρός]]» και συνδέεται πιθ. με γερμανικές λ., <b>πρβλ.</b> αρχ. ισλδ. <i>m</i><i>ū</i><i>gi</i>, <i>m</i><i>ū</i><i>gr</i> «[[σωρός]], όγκος», αγγλοσαξ. <i>m</i><i>ū</i><i>ga</i> «[[σωρός]] σιτηρών» και πιθ. με τη λ. [[Μυκήνη]]]. | |mltxt=[[μύκων]], -ωνος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> το [[μέρος]] του αφτιού που βρίσκεται [[κάτω]] από τον λοβό, η [[ρίζα]] του αφτιού<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μύκων]]<br />[[σωρός]], [[θημών]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>m</i><i>ū</i><i>k</i>- «[[σωρός]]» και συνδέεται πιθ. με γερμανικές λ., <b>πρβλ.</b> αρχ. ισλδ. <i>m</i><i>ū</i><i>gi</i>, <i>m</i><i>ū</i><i>gr</i> «[[σωρός]], όγκος», αγγλοσαξ. <i>m</i><i>ū</i><i>ga</i> «[[σωρός]] σιτηρών» και πιθ. με τη λ. [[Μυκήνη]]]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: ?<br />Meaning: <b class="b3">σωρός</b>, <b class="b3">θημών</b> H.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: One connected Germ. words, like OIc. [[mugi]], [[mugr]] <b class="b2">`heap, multitude</b>, with <b class="b2">-k(k</b>)- Bayr. [[Mauche]] <b class="b2">Auswuchs, Fussgeschwulst der Pfrede</b>, Duch. [[muik]] (Pok. 752); is this IE? (or Eur. substrate?). Fur. 373 connects <b class="b3">μύκαρις πλῆθος</b>, <b class="b3">ἄθροισμα</b> and takes it as Pre-Greek. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:15, 3 January 2019
English (LSJ)
σωρός, θημών, Hsch. μυλαβρίς,
A v. μυλακρίς.
German (Pape)
[Seite 216] ὁ, ein Theil des Ohrs, vielleicht die Ohrhöhle, Poll. 2, 87. – Bei Hesych. ein Haufen Spreu.
Greek (Liddell-Scott)
μύκων: -ωνος, ὁ, τὸ μέρος τὸ ὑπὸ τὸν λοβὸν τοῦ ὠτός, Πολυδ. Β΄, 86.
Greek Monolingual
μύκων, -ωνος, ὁ (Α)
1. το μέρος του αφτιού που βρίσκεται κάτω από τον λοβό, η ρίζα του αφτιού
2. (κατά τον Ησύχ.) «μύκων
σωρός, θημών».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα mūk- «σωρός» και συνδέεται πιθ. με γερμανικές λ., πρβλ. αρχ. ισλδ. mūgi, mūgr «σωρός, όγκος», αγγλοσαξ. mūga «σωρός σιτηρών» και πιθ. με τη λ. Μυκήνη].
Frisk Etymological English
Grammatical information: ?
Meaning: σωρός, θημών H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: One connected Germ. words, like OIc. mugi, mugr `heap, multitude, with -k(k)- Bayr. Mauche Auswuchs, Fussgeschwulst der Pfrede, Duch. muik (Pok. 752); is this IE? (or Eur. substrate?). Fur. 373 connects μύκαρις πλῆθος, ἄθροισμα and takes it as Pre-Greek.