νηνέω: Difference between revisions
From LSJ
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
(27) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νηνέω]] (Α)<br />([[εκτεταμένος]] επικ. τ.) [[σωρεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για παρεκτεταμένο ενεστ. που έχει σχηματιστεί πιθ. με αττ. διπλασιασμό από το ρ. <i>νέω</i> (III). Ο τ. απαντά στον πρτ. <i>ἐνήνεον</i> και, κατ' άλλους, πρόκειται για εσφ. [[μορφή]] του <i>νήεον</i>]. | |mltxt=[[νηνέω]] (Α)<br />([[εκτεταμένος]] επικ. τ.) [[σωρεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για παρεκτεταμένο ενεστ. που έχει σχηματιστεί πιθ. με αττ. διπλασιασμό από το ρ. <i>νέω</i> (III). Ο τ. απαντά στον πρτ. <i>ἐνήνεον</i> και, κατ' άλλους, πρόκειται για εσφ. [[μορφή]] του <i>νήεον</i>]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Meaning: <b class="b2">heap (up)</b><br />See also: s. 3. <b class="b3">-νέω</b>. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:45, 3 January 2019
English (LSJ)
(prob. a corruption of νηέω),
A heap, v.l. in Il.23.139: also in compds. ἐπι-, παρα-νηνέω.
Greek (Liddell-Scott)
νηνέω: ὡς τὸ νηέω, ἐκτεταμένος Ἐπικὸς τύπος τοῦ νέω (Δ), παρ, Ὁμήρ. μόνον ὡς διάφορ. γραφ., πλὴν ἐν τοῖς συνθέτοις ἐπι-, παρα-νηνέω, ἴδε Ἰλ. Ψ. 139.
Greek Monolingual
νηνέω (Α)
(εκτεταμένος επικ. τ.) σωρεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρεκτεταμένο ενεστ. που έχει σχηματιστεί πιθ. με αττ. διπλασιασμό από το ρ. νέω (III). Ο τ. απαντά στον πρτ. ἐνήνεον και, κατ' άλλους, πρόκειται για εσφ. μορφή του νήεον].
Frisk Etymological English
Meaning: heap (up)
See also: s. 3. -νέω.