πέσκος: Difference between revisions
Σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Decet tacere quam loqui, quae non decet → Schweig besser still, als dass du sagst, was du nicht darfst
(32) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[φλοιός]]<br /><b>2.</b> [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. έχει σχηματιστεί με αναγραμματισμό τών συμφώνων από το ρ. [[σκέπω]]. Κατ' [[άλλη]], νεώτερη [[άποψη]], ο τ. έχει σχηματιστεί από τη λ. [[πέκος]] «[[δέρμα]], [[περίβλημα]]» με [[επίδραση]] του τ. [[μέσκος]], ενώ κατ' άλλους από τη λ. [[πέλμα]]. | |mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[φλοιός]]<br /><b>2.</b> [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. έχει σχηματιστεί με αναγραμματισμό τών συμφώνων από το ρ. [[σκέπω]]. Κατ' [[άλλη]], νεώτερη [[άποψη]], ο τ. έχει σχηματιστεί από τη λ. [[πέκος]] «[[δέρμα]], [[περίβλημα]]» με [[επίδραση]] του τ. [[μέσκος]], ενώ κατ' άλλους από τη λ. [[πέλμα]]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: [[skind]], [[rind]] (Nic. Th. 549); <b class="b3">πεσκέων δερμάτων</b> H.; <b class="b3">ἀ-πεσκής</b> <b class="b2">without a cover, sheath</b> (<b class="b3">τόξα</b>; S. Fr. 626; not quite certain).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Rhiming to [[μέσκος]] (s. v.); after Güntert Reimw. 145 f. through cross with <b class="b3">πέκος</b>; or with <b class="b3">πέλμα</b> a. cogn.? Not with Prellwitz l.c. from <b class="b3">*πέκ-σκ-ος</b>. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:20, 3 January 2019
English (LSJ)
τό,
A = πέκος, skin, rind, Nic.Th.549 ; hide, Hsch., Phot. (Acc. to A.D.Synt.8.21 by transpos. from σκέπω.)
German (Pape)
[Seite 603] τό, = πέκος, Fell, Haut, Rinde, Nic. Ther. 549. Nach den alten Gramm. durch Buchstabenumstellung von σκέπω.
Greek (Liddell-Scott)
πέσκος: τό, = πέκος, δέρμα, δορά, φλοιός, Νικ. Θηρ. 549. - (Κατὰ τοὺς παλαιοὺς Γραμματ. κατὰ μετάθεσιν γραμμάτων ἐκ τοῦ σκέπω).
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. φλοιός
2. δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί με αναγραμματισμό τών συμφώνων από το ρ. σκέπω. Κατ' άλλη, νεώτερη άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί από τη λ. πέκος «δέρμα, περίβλημα» με επίδραση του τ. μέσκος, ενώ κατ' άλλους από τη λ. πέλμα.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: skind, rind (Nic. Th. 549); πεσκέων δερμάτων H.; ἀ-πεσκής without a cover, sheath (τόξα; S. Fr. 626; not quite certain).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Rhiming to μέσκος (s. v.); after Güntert Reimw. 145 f. through cross with πέκος; or with πέλμα a. cogn.? Not with Prellwitz l.c. from *πέκ-σκ-ος.