πρατήνιον: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid

Menander, Monostichoi, 435
(34)
(2b)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> (<b>αττ. τ.</b>) το [[ὕπερον]]<br /><b>2.</b> χρονιάρικο [[αρνί]], [[πρητήν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αγνωστης ετυμολ. Πιθ. [[δάνειο]] από τη Μικρά Ασία. Ο τ. συνδέεται με τον τ. που παραδίδει ο Φώτιος «[[προτήνιον]]<br />[[ἡλικία]] τις αἰγός</i>» και του τ. που παραδίδει ο Ησύχιος «[[πρητήν]]<br /><i>ὁ [[ἐνιαύσιος]] [[ἀμνός]]»].
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> (<b>αττ. τ.</b>) το [[ὕπερον]]<br /><b>2.</b> χρονιάρικο [[αρνί]], [[πρητήν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αγνωστης ετυμολ. Πιθ. [[δάνειο]] από τη Μικρά Ασία. Ο τ. συνδέεται με τον τ. που παραδίδει ο Φώτιος «[[προτήνιον]]<br />[[ἡλικία]] τις αἰγός</i>» και του τ. που παραδίδει ο Ησύχιος «[[πρητήν]]<br /><i>ὁ [[ἐνιαύσιος]] [[ἀμνός]]»].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: des. of goats of a certain age (Ar. Byz., H., Phot.).<br />Other forms: Also <b class="b3">προ-</b>, and <b class="b3">πρητήν</b>, <b class="b3">ἐπιπρητήν -ῆνος</b> m.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unknown; after Solmsen Wortforsch. 140 f. Anatolian. Diff. Specht Ursprung 15 f.: to Dor. <b class="b3">πρᾶτος</b> [[primus]], to which supposedly Ion. <b class="b3">*πρῆτος</b> ( ? ), and the pron. [[ἔνη]] (s. v.); not convincing. Untenable on <b class="b3">πρα-</b>, <b class="b3">προ-</b> Prellwitz Glotta 19, 101.
}}
}}

Revision as of 05:55, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρατήνιον Medium diacritics: πρατήνιον Low diacritics: πρατήνιον Capitals: ΠΡΑΤΗΝΙΟΝ
Transliteration A: pratḗnion Transliteration B: pratēnion Transliteration C: pratinion Beta Code: prath/nion

English (LSJ)

τό, Att. for ὕπερον, Hsch.    II = πρητήν, Id.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. (αττ. τ.) το ὕπερον
2. χρονιάρικο αρνί, πρητήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. Πιθ. δάνειο από τη Μικρά Ασία. Ο τ. συνδέεται με τον τ. που παραδίδει ο Φώτιος «προτήνιον
ἡλικία τις αἰγός» και του τ. που παραδίδει ο Ησύχιος «πρητήν
ἐνιαύσιος ἀμνός»].

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: des. of goats of a certain age (Ar. Byz., H., Phot.).
Other forms: Also προ-, and πρητήν, ἐπιπρητήν -ῆνος m.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown; after Solmsen Wortforsch. 140 f. Anatolian. Diff. Specht Ursprung 15 f.: to Dor. πρᾶτος primus, to which supposedly Ion. *πρῆτος ( ? ), and the pron. ἔνη (s. v.); not convincing. Untenable on πρα-, προ- Prellwitz Glotta 19, 101.