χρηματιστήριον: Difference between revisions
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
(4b) |
m (Text replacement - "''' τό<b class="num">1)" to "''' τό<br /><b class="num">1)") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''χρημᾰτιστήριον:''' τό<b class="num">1)</b> верховный государственный орган, судилище (εἷς [[λόγος]] καὶ κοινὸν χ. Diod.);<br /><b class="num">2)</b> торговая палата, место заключения коммерческих сделок (χ. καὶ [[τράπεζα]] Plut.). | |elrutext='''χρημᾰτιστήριον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> верховный государственный орган, судилище (εἷς [[λόγος]] καὶ κοινὸν χ. Diod.);<br /><b class="num">2)</b> торговая палата, место заключения коммерческих сделок (χ. καὶ [[τράπεζα]] Plut.). | ||
}} | }} |
Revision as of 20:49, 4 January 2019
English (LSJ)
τό,
A place for transacting business, council-chamber, D.S.1.1; seat of judgement, LXX 1 Es.3.14(15); τῆς Μακεδονίας Str.7 Fr.20; place of business, Plu.Caes.67. II oracle, sanctuary, of the Holy of Holies, Aq., Sm.3 Ki.6.5.
German (Pape)
[Seite 1374] τό, Ort zur Betreibung von Geschäften, bes. – a) Ort zur Betreibung von Handels-od. Geldgeschäften, Börse, καὶ τράπεζα Plut. Caes. 57, Wechslerbude. – b) Ort zur Betreibung von Staatsgeschäften, Berathungszimmer, Gerichtssaal, Audienzsaal, D. Sic. 1, 1. 14, 7. – c) ein Orakel, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
χρημᾰτιστήριον: τό, τόπος ἐν ᾧ διεξάγονται ὑποθέσεις, Διόδ. 1. 1· δικαστήριον ἢ δικαστικὸν βῆμα, Ἑβδ. (Α΄ Ἔσδρ. Γ΄ , 15)· τόπος ἔνθα συνέρχονται οἱ χρηματισταὶ χάριν χρηματικῶν ἐργασιῶν, Πλουτ. Καῖσ. 67. ΙΙ. τόπος τοῦ μαντείου, ἱερὸν, Λατ. adytum, Ἀκύλ. Παλ. Διαθ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
lieu où se traitaient les affaires communes à une cité, à un État, marché, halle, comptoir, bourse.
Étymologie: χρηματιστής.
Greek Monotonic
χρημᾰτιστήριον: τό (χρηματίζω), τόπος όπου διεξάγονται διαπραγματεύσεις, χρηματιστηριακό γραφείο, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
χρημᾰτιστήριον: τό
1) верховный государственный орган, судилище (εἷς λόγος καὶ κοινὸν χ. Diod.);
2) торговая палата, место заключения коммерческих сделок (χ. καὶ τράπεζα Plut.).