θυροκοπέω: Difference between revisions

From LSJ

Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich

Menander, Monostichoi, 528
(2b)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''θῠροκοπέω:''' <b class="num">1)</b> стучаться в дверь (θυροκοπῆσαι καὶ πατάξαι Arph.);<br /><b class="num">2)</b> стучать, постукивать (τῇ χειρὶ τὴν πλευράν τινος Plut.).
|elrutext='''θῠροκοπέω:'''<br /><b class="num">1)</b> стучаться в дверь (θυροκοπῆσαι καὶ πατάξαι Arph.);<br /><b class="num">2)</b> стучать, постукивать (τῇ χειρὶ τὴν πλευράν τινος Plut.).
}}
}}

Revision as of 15:57, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠροκοπέω Medium diacritics: θυροκοπέω Low diacritics: θυροκοπέω Capitals: ΘΥΡΟΚΟΠΕΩ
Transliteration A: thyrokopéō Transliteration B: thyrokopeō Transliteration C: thyrokopeo Beta Code: qurokope/w

English (LSJ)

   A knock at the door, break it open, esp. as a drunken feat, ἀπὸ γὰρ οἴνου γίγνεται καὶ θυροκοπῆσαι κτλ. Ar.V.1254; θυροκοπῶν ὦφλεν δἰκην Antiph.239, cf. Chor.inHermes17.232.    2 metaph., knock as at a door, θ. τῇ χειρὶ τὴν πλευράν [τινος] Plu.2.503a; ὁ λιμὸς τὴν γαστέρα θ. Alciphr.3.70.

German (Pape)

[Seite 1227] an die Thür klopfen, um eingelassen zu werden, Ar. Vesp. 1254; bes. an die Thür der Geliebten klopfen, ἐπικωμάζειν erkl. B. A. 42, 31; Antiphan. bei Stob. floril. 116, 26; Sp. auch τὴν πλευρὰν τῇ χειρί, Plut. de garrul. 2, u. ὁ λιμὸς τὴν γαστέρα ἐθυροκόπει, Alciphr. 3, 70.

Greek (Liddell-Scott)

θῠροκοπέω: κτυπῶ τὴν θύραν, ἀνοίγω αὐτὴν βιαίως, ἰδίως ἐπὶ μεθύσου, ἀπὸ γὰρ οἴνου γίγνεται καὶ θυροκοπῆσαι Ἀριστοφ. Σφηξ. 1254· θυροκοπῶν ὦφλεν δίκην Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 71. 2) κτυπῶ οὕτως ὡς εἰ ἔκρουον θύραν. θ. τὴν πλευράν τινος Πλούτ. 2. 503Α· ὁ λιμὸς τὴν γαστέρα θυρ. Ἀλκίφρ. 3. 70.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 frapper à la porte pour entrer;
2 p. ext. frapper à petits coups.
Étymologie: θυροκόπος.

Greek Monotonic

θῠροκοπέω: μέλ. -ήσω, χτυπώ την πόρτα για να ανοίξει, κρούω τη θύρα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

θῠροκοπέω:
1) стучаться в дверь (θυροκοπῆσαι καὶ πατάξαι Arph.);
2) стучать, постукивать (τῇ χειρὶ τὴν πλευράν τινος Plut.).