ζωθήκη: Difference between revisions
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
(2b) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζωθήκη''': ἡ, μικρὸς [[θάλαμος]] πρὸς ἀνάπαυσιν ἐν καιρῷ ἡμέρας, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ dormitorium, [[ὅπερ]] = [[κοιτών]], Plin. Ep. 2. | |lstext='''ζωθήκη''': ἡ, μικρὸς [[θάλαμος]] πρὸς ἀνάπαυσιν ἐν καιρῷ ἡμέρας, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ dormitorium, [[ὅπερ]] = [[κοιτών]], Plin. Ep. 2. 17· zothecula, [[αὐτόθι]] 5. 6. ΙΙ. ἐν τῷ Λατ. τύπῳ zotheca, [[κόγχη]] (ἐν τῷ τοίχῳ), Ἐπιγρ. Λατ. Orell. 1368, 2006. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:32, 6 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A small room wherein to rest by day, opp. dormitorium (the bedroom), Plin.Ep.2.17.21; zothecula, ib.5.6.38. II niche in a wall, prob. in Apollod.Poliorc.145.1 (pl.); used as a chapel, Supp.Epigr.2.849 (Alexandria); Lat.zotheca, Dessau ILS5449, al.
German (Pape)
[Seite 1142] ἡ, bei Plin. Ep. 2, 17, im Ggstz von dormitorium, das Gemach, worin man bei Tage ruht, zothecula, 5, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ζωθήκη: ἡ, μικρὸς θάλαμος πρὸς ἀνάπαυσιν ἐν καιρῷ ἡμέρας, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ dormitorium, ὅπερ = κοιτών, Plin. Ep. 2. 17· zothecula, αὐτόθι 5. 6. ΙΙ. ἐν τῷ Λατ. τύπῳ zotheca, κόγχη (ἐν τῷ τοίχῳ), Ἐπιγρ. Λατ. Orell. 1368, 2006.
Greek Monolingual
ζωθήκη, ἡ (Α)
1. δωμάτιο προορισμένο για τη διαμονή και ανάπαυση τών ανθρώπων κατά τη διάρκεια της ημέρας, αντίθ. κοιτών
2. κόγχη στον τοίχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + θήκη.
Russian (Dvoretsky)
ζωθήκη: ἡ зотека, комната для дневного отдыха Plin. J.