Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θύωμα: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
(2b)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θύωμα''': τό, ([[θυόω]]) τὸ καιόμενον ὡς [[θυμίαμα]]˙ ἐν τῷ πληθ., ἀρώματα, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 14, Ἡρόδ. 2. 40, 86.
|lstext='''θύωμα''': τό, ([[θυόω]]) τὸ καιόμενον ὡς [[θυμίαμα]]· ἐν τῷ πληθ., ἀρώματα, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 14, Ἡρόδ. 2. 40, 86.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 19:32, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠωμα Medium diacritics: θύωμα Low diacritics: θύωμα Capitals: ΘΥΩΜΑ
Transliteration A: thýōma Transliteration B: thyōma Transliteration C: thyoma Beta Code: qu/wma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is burnt as incense: pl., spices, Heraclit.67, Semon.16, Hdt.2.40,86, Luc.Syr.D.20.

German (Pape)

[Seite 1229] τό, Räucherwerk, Specerei, Her. 2, 40. 86. 3, 113, im plur.; Luc. de dea Syr. 20. 46.

Greek (Liddell-Scott)

θύωμα: τό, (θυόω) τὸ καιόμενον ὡς θυμίαμα· ἐν τῷ πληθ., ἀρώματα, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 14, Ἡρόδ. 2. 40, 86.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
parfum, aromate.
Étymologie: θυόω.

Greek Monolingual

θύωμα, τὸ (Α) [θυώ (I)]
1. αυτό που καίγεται ως θυμίαμα, άρωμα
2. στον πληθ. τὰ θυώματα
αρώματα.

Greek Monotonic

θύωμα: -ατος, τό (θυόω), αυτό το οποίο καίγεται σαν θυμίαμα· στον πληθ., μπαχαρικά, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

θύωμα: ατος τό благовоние, ароматическое вещество Her., Luc.