εὐδιάχυτος: Difference between revisions
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
m (Text replacement - "" to "·") |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐδιάχῠτος''': -ον, εὐκόλως διαλυόμενος φάρμακα Ἀριστ. Πρβλ. 1. | |lstext='''εὐδιάχῠτος''': -ον, εὐκόλως διαλυόμενος φάρμακα Ἀριστ. Πρβλ. 1. 42· γῆ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 2, 6· ἀὴρ Πλούτ. 2. 901Β· τὴν ὄρεξιν εὐδ. ἔχειν Διογ. Λ. 10. 149. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 19:33, 6 January 2019
English (LSJ)
ον,
A easily dissolved, φάρμακα ὑπὸ τῶν κοιλιῶν Arist. Pr.864a29; γῆ Thphr.CP3.2.6. 2 easily diffused, ἀήρ Placit.4.13.11. 3 flexible, Sch.Pi.P.1.17. II easily relieved, τὴν ὄρεξιν εὐ. ἔχειν Epicur.Sent.26.
German (Pape)
[Seite 1062] leicht in Fluß zu bringen, aus einander zu gießen, ὕδωρ εὐδ. κα ἀπαγὲς καὶ ἀσύστατον Plut. de prim. frig. 11; von der Luft, id.; – leicht zu verdauen, Arist. probl. 1, 42; von der Erde, locker.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδιάχῠτος: -ον, εὐκόλως διαλυόμενος φάρμακα Ἀριστ. Πρβλ. 1. 42· γῆ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 2, 6· ἀὴρ Πλούτ. 2. 901Β· τὴν ὄρεξιν εὐδ. ἔχειν Διογ. Λ. 10. 149.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à liquéfier, à dissoudre.
Étymologie: εὖ, διαχέω.
Greek Monolingual
εὐδιάχυτος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που διαχέεται εύκολα
αρχ.
1. αυτός που καταπραΰνεται, που ανακουφίζεται εύκολα («εὐδιάχυτον τὴν ὄρεξιν ἔχουσιν», Επίκ.)
2. ο εύκαμπτος, ο ευλύγιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διάχυτος (< διαχέω)].
Russian (Dvoretsky)
εὐδιάχῠτος:
1) весьма текучий (ὕδωρ Plut.);
2) легко разжижаемый, без труда растворяющийся (φάρμακα ὑπὸ τῶν χοιλιῶν и ταῖς κοιλιαῖς Arst.);
3) легко рассеивающийся (ἀήρ Plut.).